Ελβετία

Cristo Vlahos - CC BY-SA 3.0 Earth777 - CC BY-SA 4.0 FkMohr, Fotografin Supakon Mohr - CC BY-SA 3.0 de Swissair photo AG - CC BY-SA 4.0 Kecko - CC BY 2.0 Günter Seggebäing, Coesfeld - CC BY-SA 3.0 Julian Peter - CC BY 2.0 User:Nauticashades - CC BY-SA 3.0 FkMohr, Fotografin Supakon Mohr - CC BY-SA 3.0 de NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 Kecko - CC BY 2.0 FkMohr, Fotografin Supakon Mohr - CC BY-SA 3.0 de Julian Peter - CC BY 2.0 NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 RhodesHilary - CC BY-SA 4.0 Ester Abate - CC BY-SA 3.0 Adrien Kunysz - CC BY-SA 4.0 Roland Zumbühl - CC BY-SA 3.0 Clare66 - CC BY-SA 3.0 dconvertini - CC BY-SA 2.0 Julius Silver - CC BY-SA 4.0 Stiftsbibliothek St. Gallen - CC BY-SA 3.0 Ikiwaner - CC BY-SA 3.0 FkMohr, Fotografin Supakon Mohr - CC BY-SA 3.0 de Kecko - CC BY 2.0 Julian Peter - CC BY 2.0 NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 Nikolai Karaneschev - CC BY 3.0 ZachT - Public domain Yannick Bammert - CC BY 2.0 Kraftwerke Oberhasli AG - CC BY-SA 3.0 de Cooper.ch 10:27, 27 October 2006 (UTC) - CC BY 2.5 Kecko - CC BY 2.0 Photography: albularider Post-production: Zacharie Grossen - CC BY 2.0 NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 Julian Peter - CC BY 2.0 Kecko - CC BY 2.0 NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 Giramondo1 from Vila Isabel, Brasil - CC BY 2.0 Kraftwerke Oberhasli AG - CC BY-SA 3.0 de RhodesHilary - CC BY-SA 4.0 NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 Björn Söderqvist - CC BY-SA 2.0 M M from Switzerland - CC BY-SA 2.0 FkMohr, Fotografin Supakon Mohr - CC BY-SA 3.0 de Blanky75 - CC BY-SA 4.0 Plattens - CC BY-SA 3.0 Patrick Nouhailler - CC BY-SA 2.0 Kraftwerke Oberhasli AG - CC BY-SA 3.0 de Nikolai Karaneschev - CC BY 3.0 Roland Zumbühl - CC BY-SA 3.0 NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 dconvertini - CC BY-SA 2.0 NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 Maude Rion - CC BY-SA 4.0 Capricorn4049 - CC BY-SA 4.0 Caumasee - CC BY-SA 3.0 ZachT - Public domain dconvertini - CC BY-SA 2.0 Edwin Lee - CC BY 2.0 Eleazar - CC BY-SA 2.0 Poschi - CC BY-SA 3.0 NielsB at Dutch Wikipedia - CC BY-SA 3.0 Original: Valenic; derivative work: Zacharie Grossen - CC BY-SA 4.0 Capricorn4049 - CC BY-SA 4.0 Cooper.ch 10:27, 27 October 2006 (UTC) - CC BY 2.5 Champer - CC BY-SA 3.0 RhodesHilary - CC BY-SA 4.0 Roland Zumbühl - CC BY-SA 3.0 No images

Context of Ελβετία

Η Ελβετία (επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία / γερμανικά: Schweizerische Eidgenossenschaft, γαλλικά: Confédération suisse, ιταλικά: Confederazione Svizzera, ρομανικά: Confederaziun svizra, λατινικά: Confoederatio Helvetica) είναι χώρα της δυτικοκεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει δυτικά με τη Γαλλία, νότια με την Ιταλία, βόρεια και βορειοανατολικά με τη Γερμανία και ανατολικά με την Αυστρία και το Λίχτενσταϊν. Αποτελεί περίκλειστο Κράτος, καθώς δεν βρέχεται σε κανένα σημείο της από θάλασσα. Έχει έκταση 41.285 τ.χλμ. και πληθυσμό 8.753.933 κατοίκους σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για τον Μάρτιο του 2022.

Αποτελείται από 26 καντόνια και ημικαντόνια. Πρωτεύουσα της είναι η Βέρνη (134.794 κάτοικοι το 2020) ενώ η μεγαλύτερη πόλη η Ζυρίχη (421.878 κάτοικοι το 2020). Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα είναι η Βασιλεία (173.863 κάτοικοι το 2020), η Γενεύη (203.856 κάτοικοι το 2020), η Λωζάνη (140.202 κάτοικοι το 2020) και τ...Διαβάστε περισσότερα

Η Ελβετία (επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία / γερμανικά: Schweizerische Eidgenossenschaft, γαλλικά: Confédération suisse, ιταλικά: Confederazione Svizzera, ρομανικά: Confederaziun svizra, λατινικά: Confoederatio Helvetica) είναι χώρα της δυτικοκεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει δυτικά με τη Γαλλία, νότια με την Ιταλία, βόρεια και βορειοανατολικά με τη Γερμανία και ανατολικά με την Αυστρία και το Λίχτενσταϊν. Αποτελεί περίκλειστο Κράτος, καθώς δεν βρέχεται σε κανένα σημείο της από θάλασσα. Έχει έκταση 41.285 τ.χλμ. και πληθυσμό 8.753.933 κατοίκους σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για τον Μάρτιο του 2022.

Αποτελείται από 26 καντόνια και ημικαντόνια. Πρωτεύουσα της είναι η Βέρνη (134.794 κάτοικοι το 2020) ενώ η μεγαλύτερη πόλη η Ζυρίχη (421.878 κάτοικοι το 2020). Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα είναι η Βασιλεία (173.863 κάτοικοι το 2020), η Γενεύη (203.856 κάτοικοι το 2020), η Λωζάνη (140.202 κάτοικοι το 2020) και το Βίντερτουρ (114.220 κάτοικοι το 2020). Νόμισμα της χώρας είναι το ελβετικό Φράγκο. Έχει υψηλό βιοτικό επίπεδο και ανεπτυγμένο εμπόριο, βιομηχανία και τουρισμό.

More about Ελβετία

Basic information
Population, Area & Driving side
  • Population 8902308
  • Area 41285
  • Driving side right
Ιστορικό
  • Αρχές

    Τα παλαιότερα ίχνη ύπαρξης ανθρωπιδών στην Ελβετία χρονολογούνται πριν από περίπου 150.000 χρόνια.[1] Οι παλαιότεροι γνωστοί αγροτικοί οικισμοί στην Ελβετία, που βρέθηκαν στο Γκαίχλινγκεν, χρονολογούνται γύρω στο 5300 π.Χ.[1]

    ...Διαβάστε περισσότερα
    Αρχές

    Τα παλαιότερα ίχνη ύπαρξης ανθρωπιδών στην Ελβετία χρονολογούνται πριν από περίπου 150.000 χρόνια.[1] Οι παλαιότεροι γνωστοί αγροτικοί οικισμοί στην Ελβετία, που βρέθηκαν στο Γκαίχλινγκεν, χρονολογούνται γύρω στο 5300 π.Χ.[1]

     
    Η Αυγούστα Ράυρικα (κοντά στη Βασιλεία) ιδρύθηκε το 44 π.Χ. [2]

    Οι παλαιότερες γνωστές φυλές σχημάτισαν τους πολιτισμούς Χάλτστατ και Λα Τεν, που ονομάστηκε από τον αρχαιολογικό χώρο Λα Τεν στη βόρεια πλευρά της λίμνης Νεσατέλ. Ο πολιτισμός Λα Τεν αναπτύχθηκε και άκμασε κατά την ύστερη Εποχή του Σιδήρου από περίπου το 450 π.Χ.,[1] πιθανώς επηρεασμένος από τον ελληνικό και τον ετρουσκικό πολιτισμό. Μία από τις σημαντικότερες φυλετικές ομάδες ήταν οι Ελβετίοι. Σταθερά παρενοχλούμενοι από γερμανικές φυλές, το 58 π.Χ., οι Ελβετίοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Ελβετικό Οροπέδιο και να μεταναστεύσουν στη δυτική Γαλλία. Οι στρατοί του Ιουλίου Καίσαρα τους καταδίωξαν και τους νίκησαν στη μάχη του Μπιμπράκτ, στη σημερινή ανατολική Γαλλία, αναγκάζοντας τη φυλή να επιστρέψει στην πατρίδα της.[1] Το 15 π.Χ., ο Τιβέριος (αργότερα ο δεύτερος Ρωμαίος αυτοκράτορας) και ο αδελφός του Δρούσος κατέκτησαν τις Άλπεις, ενσωματώνοντάς τις στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η περιοχή που καταλάμβαναν οι Ελβέτιοι έγινε αρχικά μέρος της επαρχίας Βελγική Γαλατία της Ρώμης και στη συνέχεια της επαρχίας Άνω Γερμανία. Το ανατολικό τμήμα της σύγχρονης Ελβετίας ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία Ραιτία. Κάποια στιγμή γύρω από την αρχή της Κοινής Εποχής, οι Ρωμαίοι διατηρούσαν ένα μεγάλο στρατόπεδο που ονομάζεται Βιντομίσσα, τώρα ένα ερείπιο στη συμβολή των ποταμών Άαρ και Ρόις, κοντά στην πόλη Βίντις.[3]

    Ο πρώτος και δεύτερος αιώνας μ.Χ. ήταν μια εποχή ευημερίας στο Ελβετικό Οροπέδιο. Πόλεις όπως το Αβέντικουμ, η Ιουλία Εκουέστρις και η Αυγούστα Ραύρικα, απέκτησαν αξιοσημείωτο μέγεθος, ενώ εκατοντάδες αγροτικές επαύλεις ιδρύθηκαν στην ύπαιθρο. 

    Γύρω στο 260 μ.Χ., η πτώση των Δεκουματιανών Αγρών βόρεια του Ρήνου μετέτρεψε τη σημερινή Ελβετία σε μια μεθοριακή γη της Αυτοκρατορίας. Επανειλημμένες επιδρομές από τις φυλές Αλαμαννών προκάλεσαν την καταστροφή των ρωμαϊκών πόλεων και της οικονομίας, αναγκάζοντας τον πληθυσμό να καταφύγει κοντά σε ρωμαϊκά φρούρια. Η Αυτοκρατορία έχτισε μια άλλη γραμμή άμυνας στα βόρεια σύνορα. Στα τέλη του τέταρτου αιώνα, η αυξημένη γερμανική πίεση ανάγκασε τους Ρωμαίους να εγκαταλείψουν την έννοια της γραμμικής άμυνας.

    Κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα, από τα τέλη του τέταρτου αιώνα, η δυτική έκταση της σύγχρονης Ελβετίας ήταν μέρος της επικράτειας των Βασιλέων των Βουργουνδών. Οι Αλαμαννοί εγκαταστάθηκαν στο Ελβετικό Οροπέδιο τον πέμπτο αιώνα και στις κοιλάδες των Άλπεων τον όγδοο αιώνα, σχηματίζοντας την Αλαμαννία. Η σημερινή Ελβετία μοιράστηκε τότε μεταξύ των βασιλείων της Αλαμανίας και της Βουργουνδίας.[1] Ολόκληρη η περιοχή έγινε μέρος της επεκτεινόμενης Φραγκικής Αυτοκρατορίας τον έκτο αιώνα, μετά τη νίκη του Κλόβις Α΄ επί των Αλαμανών στο Τολμπιάκ το 504 μ.Χ., και αργότερα την κυριαρχία των Φράγκων στους Βουργουνδούς.[4][5]

    Κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου έκτου, έβδομου και όγδοου αιώνα, οι ελβετικές περιοχές συνέχισαν να τελούν υπό τη Φραγκική ηγεμονία (δυναστείες Μεροβίγγειων και Καρολίγγων), αλλά μετά την επέκτασή της υπό τον Καρλομάγνο, η Φραγκική Αυτοκρατορία διαιρέθηκε με τη Συνθήκη του Βερντέν το 843.[1] Τα εδάφη της σημερινής Ελβετίας χωρίστηκαν ανάμεσα σε Μέση Φραγκία και Ανατολική Φραγκία έως ότου επανενώθηκαν υπό την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γύρω στο 1000 μ.Χ..[1]

    Μέχρι το 1200, το Ελβετικό Οροπέδιο είχε εδάφη των οίκων της Σαβοΐας, του Τσέρινγκερ, των Αψβούργων και του Κιβούργου.[1] Σε ορισμένες περιοχές (Ούρι, Σβυτς, Ουντερβάλντεν) δόθηκε η αυτοκρατορική αμεσότητα να παραχωρήσει στην αυτοκρατορία άμεσο έλεγχο στα ορεινά περάσματα. Οι Αψβούργοι υπό τον βασιλιά Ροδόλφο Α' (Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1273) διεκδίκησαν τα εδάφη του Κιβούργου και τα προσάρτησαν, επεκτείνοντας την επικράτειά τους στο ανατολικό ελβετικό οροπέδιο.[4]

    Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία
     
    Η Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία από το 1291 (σκούρο πράσινο) έως τον δέκατο έκτο αιώνα (ανοιχτό πράσινο) και οι συνεργάτες της (μπλε). Με άλλα χρώματα είναι οι υποτελείς περιοχές.
     
    Το Bundesbrief του 1291 (ομοσπονδιακός χάρτης)

    Η Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία ήταν συμμαχία μεταξύ των κοινοτήτων των κοιλάδων των κεντρικών Άλπεων. Η Συνομοσπονδία διοικούνταν από ευγενείς και πατρικίους διαφόρων καντονιών που διευκόλυναν τη διαχείριση των κοινών συμφερόντων και εξασφάλιζαν την ειρήνη στους ορεινούς εμπορικούς δρόμους. Ο Ομοσπονδιακός Χάρτης του 1291 θεωρείται το ιδρυτικό έγγραφο της συνομοσπονδίας, παρόλο που παρόμοιες συμμαχίες πιθανότατα υπήρχαν δεκαετίες νωρίτερα. Το έγγραφο συμφωνήθηκε μεταξύ των αγροτικών κοινοτήτων Ούρι, Σβυτς και Ουτερβάλντεν.[6][7]

    Μέχρι το 1353, με τα τρία αρχικά καντόνια είχαν ενωθεί με τα καντόνια Γκλάρους και Τσουγκ και τις πόλεις-κράτη της Λουκέρνης, της Ζυρίχης και της Βέρνης για να σχηματίσουν την «Παλιά Συνομοσπονδία» των οκτώ κρατών που δημιουργήθηκαν μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα.[7] Η επέκταση οδήγησε σε αυξημένη δύναμη και πλούτο για τη συνομοσπονδία. Μέχρι το 1460, οι ομοσπονδιακοί έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας νότια και δυτικά του Ρήνου έως τις Άλπεις και τα βουνά Ιούρα, και το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας ιδρύθηκε (με σχολή ιατρικής) εγκαθιδρύοντας μια παράδοση χημικής και ιατρικής έρευνας. Η επικράτειά της αυξήθηκε μετά από νίκες εναντίον των Αψβούργων (Μάχη του Σεμπάχ, Μάχη του Ναίφελς), επί του Καρόλου του Καραφλού της Βουργουνδίας κατά τη δεκαετία του 1470 και την επιτυχία των Ελβετών μισθοφόρων. Η νίκη της Ελβετίας στον πόλεμο της Σουαβίας ενάντια στη Σουαβική Ένωση του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α' το 1499 ισοδυναμούσε με de facto ανεξαρτησία εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[7] Το 1501, η Βασιλεία [8] και το Σαφχάουζεν προσχώρησαν στην Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία.[9]

    Η Συνομοσπονδία απέκτησε τη φήμη της αήττητης κατά τη διάρκεια αυτών των προηγούμενων πολέμων, αλλά η επέκταση της συνομοσπονδίας υπέστη οπισθοδρόμηση το 1515 με την ήττα της Ελβετίας στη Μάχη του Μαρινιάνο. Αυτό έληξε τη λεγόμενη «ηρωική» εποχή της ελβετικής ιστορίας.[7] Η επιτυχία της Μεταρρύθμισης του Ζβίγγλιου σε ορισμένα καντόνια οδήγησε σε διακαντονικές θρησκευτικές συγκρούσεις το 1529 και το 1531 (Πόλεμοι του Κάπελ). Μόνο περισσότερο από εκατό χρόνια μετά από αυτούς τους εσωτερικούς πολέμους, το 1648, με την Ειρήνη της Βεστφαλίας, οι ευρωπαϊκές χώρες αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελβετίας από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την ουδετερότητά της.[4][5]

    Κατά την Πρώιμη Σύγχρονη περίοδο της ελβετικής ιστορίας, ο αυξανόμενος αυταρχισμός των οικογενειών πατρικίων σε συνδυασμό με μια οικονομική κρίση στον απόηχο του Τριακονταετούς Πολέμου οδήγησε στον ελβετικό πόλεμο των αγροτών του 1653. Στο παρασκήνιο αυτού του αγώνα, η σύγκρουση μεταξύ των καθολικών και των προτεσταντικών καντονίων συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα να κλιμακωθεί στον Πρώτο Πόλεμο του Βίλμεργκεν, το 1656, και τον Πόλεμο Τόγκενμπουργκ (ή Δεύτερος Πόλεμος του Βίλμεργκεν), το 1712.[7]

    Εποχή του Ναπολέοντα
     
    Η Πράξη της Διαμεσολάβησης ήταν η προσπάθεια του Ναπολέοντα για συμβιβασμό μεταξύ του Αρχαίου Καθεστώτος και της Δημοκρατίας.

    Το 1798, η επαναστατική γαλλική κυβέρνηση εισέβαλε στην Ελβετία και επέβαλε ένα νέο ενιαίο σύνταγμα.[7] Αυτό ισχυροποιεί την κεντρική κυβέρνηση της χώρας, καταργώντας ουσιαστικά τα καντόνια: επιπλέον, η Μυλούζ εγκατέλειψε την Ελβετία και η κοιλάδα Βαλτελλίνα έγινε μέρος της Σισαλπίνιας Δημοκρατίας. Το νέο καθεστώς, γνωστό ως Ελβετική Δημοκρατία, ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλές. Ένας ξένος στρατός εισβολής είχε επιβάλει και κατέστρεψε παράδοση αιώνων, καθιστώντας την Ελβετία τίποτα περισσότερο από ένα γαλλικό κράτος-δορυφόρο. Η σκληρή γαλλική καταστολή της εξέγερσης του Νίντβαλντεν τον Σεπτέμβριο του 1798 ήταν ένα παράδειγμα της καταπιεστικής παρουσίας του Γαλλικού Στρατού και της αντίστασης του τοπικού πληθυσμού στην κατοχή. 

    Όταν ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και των αντιπάλων της, οι ρωσικές και αυστριακές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελβετία. Οι Ελβετοί αρνήθηκαν να πολεμήσουν μαζί με τους Γάλλους στο όνομα της Ελβετικής Δημοκρατίας. Το 1803 ο Ναπολέων οργάνωσε μια συνάντηση των κορυφαίων Ελβετών πολιτικών και από τις δύο πλευρές στο Παρίσι. Το αποτέλεσμα ήταν η Πράξη Διαμεσολάβησης, η οποία αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό την ελβετική αυτονομία και εισήγαγε μια Συνομοσπονδία 19 καντονιών.[7]

    Το 1815 το Συνέδριο της Βιέννης αποκατέστησε πλήρως την ελβετική ανεξαρτησία και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώρισαν τη μόνιμη ελβετική ουδετερότητα.[4][5][7] Η συνθήκη επέτρεψε στην Ελβετία να αυξήσει την επικράτειά της, με την προσθήκη των καντονιών Βαλαί, Νεσατέλ και Γενεύης. Τα σύνορα της Ελβετίας είδαν μόνο μικρές προσαρμογές στη συνέχεια.[10] Τα ελβετικά στρατεύματα υπηρέτησαν ξένες κυβερνήσεις μέχρι το 1860 όταν πολέμησαν στην πολιορκία της Γκαέτα.

    Ομοσπονδιακό κράτος
     
    Το πρώτο Ομοσπονδιακό Μέγαρο στη Βέρνη (1857). Ένα από τα τρία καντόνια που προεδρεύουν στο Tagsatzung (πρώην νομοθετικό και εκτελεστικό συμβούλιο), η Βέρνη επιλέχθηκε ως μόνιμη έδρα των ομοσπονδιακών νομοθετικών και εκτελεστικών θεσμών το 1848, εν μέρει λόγω της εγγύτητάς της με τη γαλλόφωνη περιοχή.[11]

    Η αποκατάσταση της εξουσίας στους πατρικείους ήταν μόνο προσωρινή. Μετά από μια περίοδο αναταραχής με επαναλαμβανόμενες βίαιες συγκρούσεις, όπως το Τσιούριπουτσχ του 1839, εμφύλιος πόλεμος (το Σόντερμπουντσκριγκ - Sonderbundskrieg ) ξέσπασε το 1847 όταν ορισμένα καθολικά καντόνια προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή συμμαχία (το Sonderbund).[7] Ο πόλεμος διήρκεσε λιγότερο από ένα μήνα, έχοντας λιγότερα από 100 θύματα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν από φιλικά πυρά.

    Ο πόλεμος έπεισε τους περισσότερους Ελβετούς για την ανάγκη για ενότητα και δύναμη. Οι Ελβετοί από όλα τα στρώματα της κοινωνίας, είτε Καθολικοί είτε Προτεστάντες, από το φιλελεύθερο ή συντηρητικό ρεύμα, συνειδητοποίησαν ότι τα καντόνια θα επωφεληθούν περισσότερο από τη συγχώνευση των οικονομικών και θρησκευτικών συμφερόντων τους. 

    Έτσι, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη είδε επαναστατικές εξεγέρσεις, οι Ελβετοί συνέταξαν ένα σύνταγμα που προέβλεπε μια ομοσπονδιακή διάταξη, σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένο από το αμερικανικό παράδειγμα. Αυτό το σύνταγμα παρείχε κεντρική εξουσία ενώ άφηνε στα καντόνια το δικαίωμα στην αυτοδιοίκηση για τοπικά ζητήματα. Δίνοντας εύσημα σε εκείνους που ευνοούσαν την εξουσία των καντονιών, η εθνοσυνέλευση χωρίστηκε σε μια Άνω Βουλή (το Συμβούλιο των Κρατών, δύο αντιπροσώπους ανά καντόνι) και μια Κάτω Βουλή (το Εθνικό Συμβούλιο, με εκπροσώπους εκλεγμένους από σε όλη τη χώρα). Τα δημοψηφίσματα έγιναν υποχρεωτικά για τυχόν τροποποιήσεις.[5] Αυτό το νέο σύνταγμα τερμάτισε τη νομική εξουσία των ευγενών στην Ελβετία.[12]

     
    Εγκαίνια το 1882 της σιδηροδρομικής σήραγγας Γοτθάρδου που συνδέει το νότιο καντόνι του Τιτσίνο, τη μεγαλύτερη στον κόσμο εκείνη την εποχή.

    Εισήχθη ένα ενιαίο σύστημα μέτρων και σταθμών και το 1850 το ελβετικό φράγκο έγινε το ελβετικό ενιαίο νόμισμα, που συμπληρώθηκε από το φράγκο WIR το 1934.[13] Μια σημαντική ρήτρα του συντάγματος ήταν ότι θα μπορούσε να ξαναγραφτεί εξ ολοκλήρου εάν χρειαζόταν, επιτρέποντάς του έτσι να εξελιχθεί στο σύνολό του αντί να τροποποιείται μία τροπολογία κάθε φορά.[14]


    Αυτή η ανάγκη αποδείχθηκε σύντομα όταν η αύξηση του πληθυσμού και η Βιομηχανική Επανάσταση που ακολούθησε οδήγησαν σε εκκλήσεις για τροποποίηση του συντάγματος ανάλογα. Ο πληθυσμός απέρριψε ένα πρώιμο σχέδιο το 1872, αλλά οι τροποποιήσεις οδήγησαν στην αποδοχή του το 1874.[7] Εισήγαγε το προαιρετικό δημοψήφισμα για νόμους σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Καθόρισε επίσης την ομοσπονδιακή ευθύνη για την άμυνα, το εμπόριο και τα νομικά θέματα.

    Το 1891, το σύνταγμα αναθεωρήθηκε με ασυνήθιστα ισχυρά στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, τα οποία παραμένουν μοναδικά σήμερα.[7]

    Σύγχρονη ιστορία

    Η Ελβετία δεν δέχτηκε εισβολή κατά τη διάρκεια κανενός από τους παγκόσμιους πολέμους. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ελβετία έμενε ο επαναστάτης και ιδρυτής της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Βλαντιμίρ Λένιν) που παρέμεινε εκεί μέχρι το 1917.[15] Η ελβετική ουδετερότητα αμφισβητήθηκε σοβαρά από τη βραχύβια υπόθεση Γκριμ-Χόφμαν το 1917. Το 1920, η Ελβετία εντάχθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία είχε έδρα τη Γενεύη, αφού εξαιρέθηκε από τις στρατιωτικές απαιτήσεις. 

    Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί κατάρτησαν λεπτομερή σχέδια εισβολής,[16] αλλά η Ελβετία δεν δέχτηκε ποτέ επίθεση.[17] Η Ελβετία μπόρεσε να παραμείνει ανεξάρτητη μέσω ενός συνδυασμού στρατιωτικής αποτροπής, παραχωρήσεων στη Γερμανία και καλής τύχης, καθώς μεσολάβησαν μεγαλύτερα γεγονότα κατά τη διάρκεια του πολέμου.[18][19] Ο στρατηγός Ανρί Γκισάν, που ορίστηκε αρχιστράτηγος για τη διάρκεια του πολέμου, διέταξε γενική κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων. Η ελβετική στρατιωτική στρατηγική άλλαξε από στατική άμυνα στα σύνορα σε οργανωμένο παρατεταμένο πόλεμο φθοράς και απόσυρση σε ισχυρές, καλά εφοδιασμένες θέσεις ψηλά στις Άλπεις, γνωστές ως Ρεντουί. Η Ελβετία ήταν σημαντική βάση για την κατασκοπεία και από τις δύο πλευρές και συχνά μεσολάβησε στις επικοινωνίες μεταξύ του Άξονα και των Συμμαχικών δυνάμεων.[19]

    Το εμπόριο της Ελβετίας είχε αποκλειστεί τόσο από τους Συμμάχους όσο και από τον Άξονα. Η οικονομική συνεργασία και η επέκταση της πίστωσης στη ναζιστική Γερμανία διέφεραν ανάλογα με την πιθανότητα εισβολής και τη διαθεσιμότητα άλλων εμπορικών εταίρων. Οι παραχωρήσεις έφθασαν στο αποκορύφωμά τους μετά τη διακοπή της κρίσιμης σιδηροδρομικής σύνδεσης μέσω της Γαλλίας του Βισύ το 1942, αφήνοντας την Ελβετία (μαζί με το Λιχτενστάιν) εντελώς απομονωμένη από τον ευρύτερο κόσμο από εδάφη που ελέγχονται από τον Άξονα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Ελβετία φιλοξένησε περισσότερους από 300.000 πρόσφυγες[20] με τη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, με έδρα τη Γενεύη. Οι αυστηρές πολιτικές μετανάστευσης και ασύλου και οι οικονομικές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία προκάλεσαν διαμάχες, μόλις στα τέλη του 20ού αιώνα.[21]

    Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Ελβετική Πολεμική Αεροπορία δέσμευσε αεροσκάφη και των δύο πλευρών, καταρρίπτοντας 11 εισβολικά αεροπλάνα της Luftwaffe τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1940, καταρρίπτοντας στη συνέχεια άλλους εισβολείς μετά από αλλαγή πολιτικής μετά από απειλές από τη Γερμανία. Πάνω από 100 συμμαχικά βομβαρδιστικά και τα πληρώματά τους φυλακίστηκαν. Μεταξύ 1940 και 1945, η Ελβετία βομβαρδίστηκε από τους Συμμάχους, προκαλώντας θύματα και υλικές ζημιές.[19] Οι συμμαχικές δυνάμεις υποστήριξαν ότι οι βομβαρδισμοί, οι οποίοι παραβίαζαν το 96ο Άρθρο του Πολέμου, ήταν αποτέλεσμα σφαλμάτων πλοήγησης, βλάβης εξοπλισμού, καιρικών συνθηκών και σφαλμάτων πιλότου. Οι Ελβετοί εξέφρασαν φόβο και ανησυχία ότι οι βομβαρδισμοί είχαν σκοπό να ασκήσουν πίεση στην Ελβετία να τερματίσει την οικονομική συνεργασία και την ουδετερότητα με τη ναζιστική Γερμανία.[22]

    Μετά τον πόλεμο, η ελβετική κυβέρνηση εξήγαγε πιστώσεις μέσω του φιλανθρωπικού ταμείου που είναι γνωστό ως Schweizerspende και δώρισε στο Σχέδιο Μάρσαλ για να βοηθήσει την ανάκαμψη της Ευρώπης, προσπάθειες που τελικά ωφέλησαν την ελβετική οικονομία.[23]

    Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ελβετικές αρχές εξέτασαν την κατασκευή μιας ελβετικής πυρηνικής βόμβας.[24] Κορυφαίοι πυρηνικοί φυσικοί στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης, όπως ο Πάουλ Σέρερ, έκαναν αυτό μια ρεαλιστική πιθανότητα. [25] Το 1988, το Ινστιτούτο Πάουλ Σέρερ ιδρύθηκε στο όνομά του για να διερευνήσει τις θεραπευτικές χρήσεις των τεχνολογιών σκέδασης νετρονίων.[26] Τα οικονομικά προβλήματα με τον αμυντικό προϋπολογισμό και τα ηθικά ζητήματα εμπόδισαν τη διάθεση σημαντικών κονδυλίων και η Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων του 1968 θεωρήθηκε ως μια έγκυρη εναλλακτική λύση. Τα σχέδια για την κατασκευή πυρηνικών όπλων απορρίφθηκαν έως το 1988.[27] Η Ελβετία εντάχθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης το 1963.[18]

    Η Ελβετία ήταν η τελευταία δυτική δημοκρατία (το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν ακολούθησε το 1984) που παραχώρησε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου. Ορισμένα ελβετικά καντόνια το ενέκριναν αυτό το 1959, ενώ σε ομοσπονδιακό επίπεδο, επιτεύχθηκε το 1971[17][28] και, μετά από αντίσταση, στο τελευταίο καντόνι Άπεντσελ Ίνερροντεν (ένα από τα δύο εναπομείναντα Landsgemeinde, μαζί με το Γκλάρους) το 1990 . Αφού απέκτησαν δικαίωμα ψήφου σε ομοσπονδιακό επίπεδο, οι γυναίκες απέτησαν γρήγορα πολιτική σημασία. Η πρώτη γυναίκα στο επταμελές στέλεχος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου ήταν η Ελίζαμπετ Κοπ, η οποία υπηρέτησε από το 1984 έως το 1989,[17] και η πρώτη γυναίκα πρόεδρος ήταν η Ρουτ Ντραϊφούς το 1999.[29]

    Το 2002 η Ελβετία έγινε πλήρες μέλος των Ηνωμένων Εθνών, αφήνοντας το Βατικανό ως το τελευταίο ευρέως αναγνωρισμένο κράτος χωρίς πλήρη ένταξη στον ΟΗΕ. Η Ελβετία είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΖΕΣ αλλά όχι του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση εστάλη τον Μάιο του 1992, αλλά δεν προχώρησε μετά την απόρριψη του ΕΟΧ τον Δεκέμβριο του 1992[17] όταν η Ελβετία διεξήγαγε δημοψήφισμα για τον ΕΟΧ. Ακολούθησαν πολλά δημοψηφίσματα για το ζήτημα της ΕΕ, αλλά λόγω αντίθεσης των πολιτών, η αίτηση ένταξης αποσύρθηκε. Ωστόσο, το ελβετικό δίκαιο αλλάζει σταδιακά για να συμμορφωθεί με αυτό της ΕΕ και η κυβέρνηση υπέγραψε διμερείς συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελβετία, μαζί με το Λιχτενστάιν, περιβάλλεται από την ΕΕ από την ένταξη της Αυστρίας το 1995. Στις 5 Ιουνίου 2005, οι Ελβετοί ψηφοφόροι συμφώνησαν με πλειοψηφία 55% να προσχωρήσουν στη συνθήκη Σένγκεν, αποτέλεσμα που οι σχολιαστές της ΕΕ θεώρησαν ως ένδειξη υποστήριξης.[18] Τον Σεπτέμβριο του 2020, το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα (SPP) εισήγαγε δημοψήφισμα με το οποίο ζητήθηκε ψηφοφορία για τον τερματισμό του συμφώνου που επέτρεπε την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.[30] Ωστόσο, οι ψηφοφόροι απέρριψαν την προσπάθεια να ανακτηθεί ο έλεγχος της μετανάστευσης, απορρίπτοντας την πρόταση με διαφορά περίπου 63%-37%.[31]

    ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 «History». swissworld.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουνίου 2009.  «Switzerland's Roman heritage comes to life». swissinfo.ch.  Trumm, Judith. «Vindonissa». Historical Dictionary of Switzerland (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2022.  ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 «Switzerland history». Nations Encyclopedia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2009.  ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 «History of Switzerland». Nations Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2009.  Greanias, Thomas (2006). Geschichte der Schweiz und der Schweizer (4 έκδοση). Basel: Schwabe. ISBN 978-3-7965-2067-9.  ↑ 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 7,10 «A Brief Survey of Swiss History». admin.ch. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2009.  «Der Basler Bundesbrief vom 9. Juni 1501» (PDF).  E.Hofer, Roland. «Schaffhausen (Kanton)». Historical Dictionary of Switzerland (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2022.  Swiss border ("Les principales rectifications postérieures à 1815 concernent la vallée des Dappes en 1862 (frontière Vaud-France, env. 7,5 km2), la valle di Lei en 1952 (Grisons-Italie, 0,45 km2), l'Ellhorn en 1955 (colline revendiquée par la Suisse pour des raisons militaires, Grisons-Liechtenstein) et l'enclave allemande du Verenahof dans le canton de Schaffhouse en 1967.") στα γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά στο διαδικτυακό Ιστορικό Λεξικό της Ελβετίας. Georg Kreis: Federal city στα γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά στο διαδικτυακό Ιστορικό Λεξικό της Ελβετίας, 20 March 2015. «Noblesse en Suisse». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2015.  «The WIR, the supplementary Swiss currency since 1934». The Economy Journal (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021.  Dorand, Michel.· Ducrest, Jean Pierre (1987). Histoire de la Suisse. Editions Fragnière.  «Lenin and the Swiss non-revolution». SWI swissinfo.ch (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2023.  Urner, Klaus (2002). "Let's swallow Switzerland" : Hitler's plans against the Swiss Confederation. Lanham, Md.: Lexington Books. σελίδες 4,7. ISBN 978-0-7391-0255-8.  ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 «A Brief Survey of Swiss History». admin.ch. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2009.  ↑ 18,0 18,1 18,2 Kästle, Klaus. «Brief History of Switzerland». www.nationsonline.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2023.  ↑ 19,0 19,1 19,2 Halbrook, Stephen P. «Book review: Target Switzerland: Swiss Armed Neutrality in World War II». stonebooks.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2009.  Asylum στα γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά στο διαδικτυακό Ιστορικό Λεξικό της Ελβετίας. Unabhängige Expertenkommission Schweiz--Zweiter Weltkrieg (2002). Switzerland, National Socialism, and the Second World War : final report. Zürich. σελ. r21. ISBN 978-3-85842-603-1.  Helmreich, JE. «Diplomacy of Apology». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2007.  Unabhängige Expertenkommission Schweiz--Zweiter Weltkrieg (2002). Switzerland, National Socialism, and the Second World War : final report. Zürich. ISBN 978-3-85842-603-1.  «States Formerly Possessing or Pursuing Nuclear Weapons». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2014.  Fischer, Patrick (8 Απριλίου 2019). «Als die Schweiz eine Atombombe wollte». Swiss National Museum (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2022.  Vuilleumier, Marie (15 Οκτωβρίου 2018). «Paul Scherrer Institut seit 30 Jahren im Dienst der Wissenschaft». Swissinfo (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2022.  Westberg, Gunnar (9 Οκτωβρίου 2010). «Swiss Nuclear Bomb». International Physicians for the Prevention of Nuclear War. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2014.  «Country Profile: Switzerland». 16 Ιανουαρίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2023.  «Parlamentsgeschichte». www.parlament.ch. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2022.  Henley, Jon (25 Σεπτεμβρίου 2020). «Swiss to vote on whether to end free movement deal with EU». The Guardian. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2020.  Chazan, David (27 September 2020). «Large majority of Swiss reject bid to rein in immigration from EU, says exit poll». The Telegraph. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 January 2022. https://ghostarchive.org/archive/20220110/https://www.telegraph.co.uk/news/2020/09/27/large-majority-swiss-reject-bid-rein-immigration-eu-says-exit/. Ανακτήθηκε στις 27 September 2020. 
    Read less

Where can you sleep near Ελβετία ?

Booking.com
489.117 visits in total, 9.195 Points of interest, 404 Destinations, 23 visits today.