Context of Σαουδική Αραβία

Το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (αραβικά: المملكة العربيّة السّعوديّة‎‎ Αλ-Μαμλάκα αλ-Αραμπίγια ας-Σαουντίγια) είναι χώρα στην Αραβική χερσόνησο. Συνορεύει με το Ιράκ, την Ιορδανία, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Υεμένη, ενώ βρέχεται από τον Περσικό Κόλπο στα βορειοανατολικά και από την Ερυθρά θάλασσα στα δυτικά. Η εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Αραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ αόριστα ως Ζαζιράτ αλ- Αράμπ, δηλαδή «νησί των νομάδων», καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη την Αραβική Χερσόνησο, ξεδιπλώνοντας τις ακτές της σε ένα συνολικό μήκος 2.600 χλμ. περίπου. Τα χερσαία σύνορά της, εξαιρετικά αβέβαια στο νότο, με τις ακατοίκητες ζώνες της ερήμου, εκτείνονται στο βορρά σε εντελώς ευθεία γραμμή.

Η σημερινή Σαουδική Αραβία, στο σύνολό της, συμπίπτει με τα εδάφη που διαδοχικά κατακτήθηκαν και υποτάχτηκαν από τους Σαουδάραβες Βαχαβίτες, το βασίλειο των οποίων, περιορισμένο α...Διαβάστε περισσότερα

Το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (αραβικά: المملكة العربيّة السّعوديّة‎‎ Αλ-Μαμλάκα αλ-Αραμπίγια ας-Σαουντίγια) είναι χώρα στην Αραβική χερσόνησο. Συνορεύει με το Ιράκ, την Ιορδανία, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Υεμένη, ενώ βρέχεται από τον Περσικό Κόλπο στα βορειοανατολικά και από την Ερυθρά θάλασσα στα δυτικά. Η εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Αραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ αόριστα ως Ζαζιράτ αλ- Αράμπ, δηλαδή «νησί των νομάδων», καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη την Αραβική Χερσόνησο, ξεδιπλώνοντας τις ακτές της σε ένα συνολικό μήκος 2.600 χλμ. περίπου. Τα χερσαία σύνορά της, εξαιρετικά αβέβαια στο νότο, με τις ακατοίκητες ζώνες της ερήμου, εκτείνονται στο βορρά σε εντελώς ευθεία γραμμή.

Η σημερινή Σαουδική Αραβία, στο σύνολό της, συμπίπτει με τα εδάφη που διαδοχικά κατακτήθηκαν και υποτάχτηκαν από τους Σαουδάραβες Βαχαβίτες, το βασίλειο των οποίων, περιορισμένο αρχικά στις οάσεις του Nέγκεντ (όπου ήταν και η πρωτεύουσα, το Ριάντ), απέκτησε αρχικά διέξοδο στον Περσικό Kόλπο με την κατάληψη της χώρας που ονομαζόταν Αλ-Xάσα (1913) και συνέχισε να επεκτείνεται με την προσάρτηση της Χετζάζης και των ισλαμικών Αγίων Τόπων, Μέκκας και Μεδίνας (1924). Εξάλλου, μαζί με το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία διοικεί σήμερα από κοινού την ουδέτερη εδαφική ζώνη, η οποία χωρίζει τις δύο αυτές χώρες.

Επίσημη γλώσσα είναι η Αραβική και το 100% του πληθυσμού αποτελούν Μουσουλμάνοι, κυρίως σουνίτες. Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022 ο πληθυσμός της είναι 32.175.224 κάτοικοι, το 30% των οποίων είναι μη Σαουδάραβες πολίτες (εκτίμηση 2013).

More about Σαουδική Αραβία

Basic information
Population, Area & Driving side
  • Population 791105
  • Area 2250000
  • Driving side right
Ιστορικό
  • Πριν τους Σαούντ

    Την προ-ισλαμική εποχή, πέρα από ένα μικρό αριθμό αστικών εμπορικών κέντρων (όπως η Μέκκα και η Μεδίνα), το μεγαλύτερο τμήμα αυτού που έγινε η Σαουδική Αραβία κατοικούταν από νομαδικές φυλές.[1] Ο προφήτης του Ισλάμ, Μωάμεθ, γεννήθηκε στη Μέκκα περίπου του 571 μ.Χ. και στις αρχές του 7ου αιώνα ένωσε τις φυλές της χερσονήσου και δημιούργησε μια ισλαμική πολιτείας.[2] Μετά τον θάνατό του το 632, οι ακόλουθοί του επέκτειναν τις εκτάσεις των μουσουλμάνων πέρα από την Αραβία, καταλαμβάνοντας τεράστιες εκτάσεις (από την ιβηρική χερσόνησο μέχρι το σύγχρονο Πακιστάν) μέσα σε μερικές δεκαετίες, με αποτέλεσμα η Σαουδική Αραβία να βρεθεί να έχει περιφερειακό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο.[2] Από τον 10ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, η Μέκκα και η Μεδίνα ήταν υπό τον έλεγχο του τοπικού Άραβα ηγεμόνα, γνωστού ως Σαρίφ της Μέκκα, όμως δήλωνε υποταγή τις περισσότερες φορές στον ηγέτη κάποιας από τις μεγάλες μουσουλμανικές αυτοκρατορίες με έδρα τη Βαγδάτη, το Κάιρο ήταν Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτερο τμήμα της υπόλοιπης Αραβίας ελεγχόταν από τις φυλές.[3][4]

    Στις αρχές του 16ου αιώνα, ο Οθωμανός Σουλτάνος Σελίμ Α΄ κατέκτησε τις ακτές της Ερυθράς θάλασσας και του περσικού κόλπου και διεκδίκησε την κυριαρχία της ενδοχώρας. Ο βαθμός ελέγχου αυτών των εδαφών ποικίλε τους επόμενους τέσσερις αιώνες, ανάλογα με την ισχύ της κεντρικής εξουσίας της αυτοκρατορίας.[5]

    ...Διαβάστε περισσότερα
    Πριν τους Σαούντ

    Την προ-ισλαμική εποχή, πέρα από ένα μικρό αριθμό αστικών εμπορικών κέντρων (όπως η Μέκκα και η Μεδίνα), το μεγαλύτερο τμήμα αυτού που έγινε η Σαουδική Αραβία κατοικούταν από νομαδικές φυλές.[1] Ο προφήτης του Ισλάμ, Μωάμεθ, γεννήθηκε στη Μέκκα περίπου του 571 μ.Χ. και στις αρχές του 7ου αιώνα ένωσε τις φυλές της χερσονήσου και δημιούργησε μια ισλαμική πολιτείας.[2] Μετά τον θάνατό του το 632, οι ακόλουθοί του επέκτειναν τις εκτάσεις των μουσουλμάνων πέρα από την Αραβία, καταλαμβάνοντας τεράστιες εκτάσεις (από την ιβηρική χερσόνησο μέχρι το σύγχρονο Πακιστάν) μέσα σε μερικές δεκαετίες, με αποτέλεσμα η Σαουδική Αραβία να βρεθεί να έχει περιφερειακό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο.[2] Από τον 10ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, η Μέκκα και η Μεδίνα ήταν υπό τον έλεγχο του τοπικού Άραβα ηγεμόνα, γνωστού ως Σαρίφ της Μέκκα, όμως δήλωνε υποταγή τις περισσότερες φορές στον ηγέτη κάποιας από τις μεγάλες μουσουλμανικές αυτοκρατορίες με έδρα τη Βαγδάτη, το Κάιρο ήταν Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτερο τμήμα της υπόλοιπης Αραβίας ελεγχόταν από τις φυλές.[3][4]

    Στις αρχές του 16ου αιώνα, ο Οθωμανός Σουλτάνος Σελίμ Α΄ κατέκτησε τις ακτές της Ερυθράς θάλασσας και του περσικού κόλπου και διεκδίκησε την κυριαρχία της ενδοχώρας. Ο βαθμός ελέγχου αυτών των εδαφών ποικίλε τους επόμενους τέσσερις αιώνες, ανάλογα με την ισχύ της κεντρικής εξουσίας της αυτοκρατορίας.[5]

    Η δυναστεία των Σαούντ

    Αν και η περιοχή της σημερινής Σαουδικής Αραβίας είναι πλούσια σε αρχαία ιστορία, η ανάδειξη της δυναστείας Σαούντ ξεκίνησε στην κεντρική Αραβία το 1744. Εκείνη τη χρονιά ο Μοχάμεντ Ιμπν Σαούντ, ηγεμόνας της πόλης Αντ Ντιριγιάχ κοντά στο Ριάντ, ένωσε τις δυνάμεις του με έναν διάσημο μουσουλμάνο λόγιο και ιμάμη, τον Μοχάμεντ Ιμπν Αμπντ Αλ Γουαχάμπ, ώστε να δημιουργήσουν μία νέα πολιτική οντότητα.[6] Και οι δύο βρήκαν κοινά ενδιαφέροντα και ενώθηκαν με την επιθυμία να επαναφέρουν όλους τους αραβικούς πληθυσμούς της χερσονήσου στην άσκηση του ορθόδοξου ισλαμισμού. Αυτή η συμμαχία του 18ου αιώνα αποτελεί και τη βάση της σημερινής δυναστείας της Σαουδικής Αραβίας.[7]

    Τα επόμενα 150 χρόνια οι τύχες της οικογένειας Σαούντ ακολούθησαν μία έντονη πορεία καθώς οι ηγεμόνες της οικογένειας αντιμετώπισαν την Αίγυπτο, την Οθωμανική αυτοκρατορία και άλλες αραβικές οικογένειες για να αποκτήσουν τελικά τον έλεγχο της χερσονήσου. Το τρίτο και σημερινό βασίλειο των Σαούντ ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον βασιλιά Αμπντούλ Αζίζ Αλ Σαούντ. Πριν από αυτό, άλλα δύο βασίλεια άκμασαν και διαλύθηκαν.

    Το πρώτο βασίλειο των Σαούντ ιδρύθηκε το 1756 με την εγκατάσταση του Μοχάμεντ Ιμπν Αμπντ Αλ Γουαχάμπ στο Ντιριγιάχ και την υπόσχεση του τοπικού ηγεμόνα πρίγκηπα Μοχάμεντ Ιμπν Σαούντ να υποστηρίξει την προσπάθεια εξαγνισμού της ισλαμικής θρησκευτικής πρακτικής. Ο οίκος των Σαούντ και οι σύμμαχοί του σύντομα εξελίχθηκαν στο επικρατέστερο βασίλειο στην Αραβία, ελέγχοντας σχεδόν όλη τη σημερινή επικράτεια της Σαουδικής Αραβίας[8] και τις ιερές πόλεις της Μέκκα και της Μεδίνα. Η επέκταση των Σαούντ ανησύχησε τον Οθωμανό σουλτάνο, ο οποίος ζήτησε από τον Μοχάμεντ Αλί Πασά να επανακτήσει τις περιοχές για λογαριασμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Αλί με τους γιους του, Τουσούν Πασά και Ιμπραήμ Πασά, κατάφερε τελικά να εξουδετερώσει τον στρατό των Σαούντ το 1818[9] και τελικά να αποδυναμώσει την κυριαρχία του Αλ Σαούντ στην ευρύτερη περιοχή.

    Μετά από μία περίοδο αναδόμησης που ακολούθησε τη διάλυση του πρώτου βασιλείου των Σαούντ, η οικογένεια επέστρεψε στην εξουσία με την ίδρυση του δεύτερου βασιλείου των Σαούντ το 1824. Το βασίλειο αυτό υποτάχθηκε τελικά το 1891 στον Αλ Ρασίντ του Χαίλ και οι Σαούντ εξορίστηκαν στο Κουβέιτ.[3]

    Το τρίτο βασίλειο των Σαούντ ιδρύθηκε από τον Ιμπν Σαούντ, ο οποίος το 1902 κατέλαβε το Ριάντ,[3] προγονική πρωτεύουσα της δυναστείας των Αλ Σαούντ, από την αντίπαλη οικογένεια των Αλ Ρασίντ. Συνεχίζοντας την επέκτασή του, ο Αμπντούλ Αζίζ υπέταξε το Αλ Χασά, την υπόλοιπη περιοχή του Νεζντ και τη Χετζάζ, το διάστημα 1913-1926. Τα σύνορα με την Ιορδανία, το Ιράκ και το Κουβέιτ οριοθετήθηκαν με μία σειρά από συμφωνίες τη δεκαετία του 1920, με τη δημιουργία δύο παράλληλων ζωνών, μία με το Ιράκ και μία με το Κουβέιτ. Παράλληλα, το 1916, με την υποστήριξη της Βρετανίας (η οποία ήταν αντίπαλος των Οθωμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Σαρίφ της Μέκκα ηγείται της Αραβικής Επανάστασης ενάντια στην εξουσία των Οθωμανών με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου αραβικού κράτους.[10] Αν και οι επαναστάσεις του 1916 και του 1918 απέτυχαν, η συμμαχική νίκη στον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη της οθωμανικής κυριαρχίας στην Αραβία.[11]

    Το 1926 ο Χουσεΐν Ιμπν Αλί έγινε βασιλιάς της Σαρκίγια, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1927, πήρε τον τίτλο βασιλιάς της Νατζντ. Με τη συνθήκη της Τζέντα τον Μάιο του 1927, η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της επικράτειας του Αμπντούλ Αζίζ, γνωστής μέχρι τότε ως βασίλεια της Χετζάζ και της Ναζντ.

    Μετά την ενοποίηση

    Το 1932 οι περιοχές αυτές (Χετζάζ και του Νεζντ) ενώθηκαν ως το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Τα νότια σύνορα του βασιλείου με την Υεμένη διαμορφώθηκαν το 1934 με τη συνθήκη του Ταΐφ, τερματίζοντας έναν βραχύβιο μεθοριακό πόλεμο μεταξύ τους. Τότε ήταν μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, με έσοδα μόνο από τη γεωργία και τα προσκυνήματα.[12] Οι στρατιωτικές και πολιτικές επιτυχίες του Αμπντούλ Αζίζ δεν είχαν οικονομικό αντίκτυπο παρά μόνο μετά την ανακάλυψη τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου το 1938 στην ανατολική Αραβία. Αναπτυξιακά προγράμματα ξεκίνησαν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το 1949 η εξόρυξη του πετρελαίου ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Την εκμετάλλευση των πετρελαίων ανέλαβε η αραβοαμερικανική εταιρεία Aramco. Οικονομική ευημερία επικράτησε σε όλη τη χώρα, ενισχύοντας παράλληλα τη διεθνή εικόνα του βασιλείου.[3]

    Πριν από τον θάνατό του το 1953, ο Αμπντούλ Αζίζ, γνωρίζοντας τις δυσκολίες των απόλυτων μοναρχιών της ευρύτερης περιοχής, προσπάθησε να ρυθμίσει τη διαδοχή του. Ο Σαούντ διαδέχθηκε τον πατέρα του, αλλά μέσα σε λίγα χρόνια το βασίλειο κινδύνεψε από την οικονομική κακοδιαχείρισή του και την αποτυχία του να χειριστεί αποτελεσματικά την πρόκληση του Αιγύπτιου πρόεδρου Νάσερ, με συνέπεια ο Σαούντ να παραιτηθεί από τον θρόνο υπέρ του Φαϊζάλ το 1964. Το 1973, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να μποϊκοτάρει την πώληση πετρελαίου στις δυτικές χώρες οι οποίες υποστήριξαν το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, με αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό των τιμών του πετρελαίου.[3] Το 1976 έγινε ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως.[13]

    Ενδοοικογενειακές αντιπαλότητες, σε συνδυασμό με την πετρελαϊκή κρίση του 1973, συνέβαλαν στη δολοφονία του Φαϊζάλ από τον ανηψιό του, πρίγκηπα Φαϊζάλ Μπιν Μουσαΐντ, το 1975. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο Χαλίντ μέχρι το 1982 και στη συνέχεια ο βασιλιάς Φαχντ, γνωστός ως ο πιο διεφθαρμένος μονάρχης του βασιλείου. Η διαφθορά κατά τη βασιλεία του ήταν ιδιαίτερα έντονη, ενώ οι γιοι του απέκτησαν δημόσια περιουσία και εμπορεύονταν ιδιωτικά το κρατικό πετρέλαιο. Με τον θάνατο του Φαχντ το 2005, στον θρόνο της Σαουδικής Αραβίας ανέβηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Αμπντουλάχ. Ο Αμπντουλάχ κυβέρνησε ως τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 2015, οπότε τον διαδέχθηκε ο αδερφός του Σαλμάν στον θρόνο.

    Από τις 6 Ιανουαρίου του 2015, η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε πόλεμο με το Ισλαμικό Κράτος[14].

    Matthew Gordon (2005). The Rise of Islam. σελ. 4. ISBN 0-313-32522-7.  ↑ 2,0 2,1 James E. Lindsay (2005). Daily Life in the Medieval Islamic World. σελ. 33. ISBN 0-313-32270-8.  ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «History of Arabia». Encyclopædia Britannica.  William Gordon East (1971). The changing map of Asia. σελίδες 75–76. ISBN 978-0-416-16850-1.  Nikshoy C. Chatterji (1973). Muddle of the Middle East, Volume 2. σελ. 168. ISBN 0-391-00304-6.  Ian Harris· Stuart Mews· Paul Morris· John Shepherd (1992). Contemporary Religions: A World Guide. σελ. 369. ISBN 978-0-582-08695-1.  Mahmud A. Faksh (1997). The Future of Islam in the Middle East. σελίδες 89–90. ISBN 978-0-275-95128-3.  D. Gold (6 April 2003) "Reining in Riyadh". NYpost (JCPA) "The Saud Family and Wahhabi Islam". Library of Congress Country Studies. Spencer Tucker· Priscilla Mary Roberts (205). The Encyclopedia of World War I. σελ. 565. ISBN 978-1-85109-420-2.  Albert Hourani (2005). A History of the Arab Peoples. σελίδες 315–319. ISBN 978-0-571-22664-1.  Mohamad Riad El Ghonemy (1998). Affluence and Poverty in the Middle East. σελ. 56. ISBN 978-0-415-10033-5.  Joy Winkie Viola (1986). Human Resources Development in Saudi Arabia: Multinationals and Saudization. σελ. 37. ISBN 978-0-88746-070-8.  «Το Ισλαμικό Κράτος επιτέθηκε στη Σαουδική Αραβία». tribune.gr. 6 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2015. 
    Read less

Where can you sleep near Σαουδική Αραβία ?

Booking.com
504.771 visits in total, 9.227 Points of interest, 405 Destinations, 543 visits today.