Context of Κωνσταντινούπολη

Η Κωνσταντινούπολη είναι η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, αποτελώντας το οικονομικό, πολιτιστικό και ιστορικό κέντρο της χώρας. Η Κωνσταντινούπολη είναι διηπειρωτική πόλη στην Ευρασία, με το ιστορικό και εμπορικό κέντρο να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά και περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού να ζει στην ασιατική πλευρά της Ευρασίας. Η σύγχρονη πόλη με πληθυσμό 15 εκατομμύρια κατοίκους είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη και πολυπολιτισμική, με ανθρώπους από ολόκληρο τον Ισλαμικό κόσμο, ενώ ταυτόχρονα είναι το κυριότερο σταυροδρόμι Ασίας και Ευρώπης τόσο για τα εμπορικά αγαθά όσο και για τους ταξιδιώτες. Συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αστικούς οικισμούς στην Ευρώπη και τον μεγαλύτερο στη Μέση Ανατολή. Η πόλη βρίσκεται εντός των ορίων του ομώνυμου μητροπολιτικού δήμου.

Η Κωνσταντινούπολη (Πόλη) είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον Βύζαντα των...Διαβάστε περισσότερα

Η Κωνσταντινούπολη είναι η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, αποτελώντας το οικονομικό, πολιτιστικό και ιστορικό κέντρο της χώρας. Η Κωνσταντινούπολη είναι διηπειρωτική πόλη στην Ευρασία, με το ιστορικό και εμπορικό κέντρο να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά και περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού να ζει στην ασιατική πλευρά της Ευρασίας. Η σύγχρονη πόλη με πληθυσμό 15 εκατομμύρια κατοίκους είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη και πολυπολιτισμική, με ανθρώπους από ολόκληρο τον Ισλαμικό κόσμο, ενώ ταυτόχρονα είναι το κυριότερο σταυροδρόμι Ασίας και Ευρώπης τόσο για τα εμπορικά αγαθά όσο και για τους ταξιδιώτες. Συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αστικούς οικισμούς στην Ευρώπη και τον μεγαλύτερο στη Μέση Ανατολή. Η πόλη βρίσκεται εντός των ορίων του ομώνυμου μητροπολιτικού δήμου.

Η Κωνσταντινούπολη (Πόλη) είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον Βύζαντα των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667 π.Χ.. Από το 330 μ.Χ., στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ονομάστηκε Νέα Ρώμη και αργότερα Κωνσταντινούπολις διατηρώντας την ονομασία της και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Είναι κτισμένη στις δύο πλευρές του Κερατίου Κόλπου (τουρκ. Haliç) στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου, ο οποίος με μήκος περίπου 35 χλμ. συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα (τουρκ. Karadeniz) στον βορρά με τη θάλασσα του Μαρμαρά στον νότο. Αποτελεί κατά αυτό τον τρόπο τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη (Ανατολική Θράκη) και την Ασία. Η σύγχρονη πόλη χωρίζεται σε τρεις κύριες ζώνες που περιλαμβάνουν την παλαιά Κωνσταντινούπολη (τουρκ. Eminönü και Fatih), την περιοχή του Μπέηογλου (τουρκ. Beyoğlu) με τη συνοικία του Γαλατά και τον ομώνυμο πύργο, καθώς και το Σκούταρι (τουρκ. Üsküdar) μαζί με άλλα προάστια που βρίσκονται στην απέναντι ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.

Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τεσσάρων διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής (330 - 395), της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (395 -1453), της βραχύβιας Λατινικής (1204-1261) και της Οθωμανικής (1453-1922) με συνέπεια την ανάδειξη πολιτισμών σε μια σύμμεικτη σήμερα παρουσία. Οι ιστορικές περιοχές της πόλης, με σημαντικά μνημεία, ανήκουν από το 1985 στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Στα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης ανήκουν η Αγία Σοφία, το Επταπύργιο και τα βυζαντινά τείχη, ο ναός και η πηγή της Ζωοδόχου Πηγής, το κτίριο του Πατριαρχείου, το Φανάρι καθώς και το ανάκτορο Τοπ Καπί, το τζαμί του Σουλεϊμάν και το τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ («Μπλε τζαμί»).

More about Κωνσταντινούπολη

Basic information
  • Native name İstanbul
Population, Area & Driving side
  • Population 14804116
  • Area 5343
Ιστορικό
  • Βυζάντιο (658 π.Χ.- 46 π.Χ.)
    Κύριο λήμμα: Βυζάντιο

    Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας πόλης Βυζάντιο (επίσης Βυζαντίς), η ονομασία της οποίας παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία[1]. Στα Γεωγραφικά, ο Στράβων εξιστορεί πως η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας[2], κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης Σεμέστρας[1]. Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες στο χρονογράφημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί (8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο Βυζάντιον[1].

    ...Διαβάστε περισσότερα
    Βυζάντιο (658 π.Χ.- 46 π.Χ.)
    Κύριο λήμμα: Βυζάντιο

    Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας πόλης Βυζάντιο (επίσης Βυζαντίς), η ονομασία της οποίας παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία[1]. Στα Γεωγραφικά, ο Στράβων εξιστορεί πως η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας[2], κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης Σεμέστρας[1]. Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες στο χρονογράφημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί (8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο Βυζάντιον[1].

    Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο του Βυζαντίου, όπως παραδίδεται από τον Στράβωνα, οι άποικοι ακολούθησαν χρησμό — πιθανώς του Μαντείου των Δελφών — ο οποίος τους προέτρεπε να κτίσουν την πόλη τους έναντι της πόλης των «τυφλών». Ως τυφλοί υπονοούνταν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την πόλη τους νωρίτερα στην απέναντι ασιατική ακτή του Βοσπόρου δίχως να αντιληφθούν τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα της απέναντι τοποθεσίας[3][4]. Το Βυζάντιο αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια. Κατά τον Παυσανία, υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας[5]. Ιστορικές πληροφορίες για το Βυζάντιο αντλούμε επίσης από τον Ηρόδοτο. Ο τύραννος της πόλης, Αρίστων, υποστήριξε μαζί με άλλους Έλληνες στρατηγούς τον Πέρση βασιλιά Δαρείο στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών. Στη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης καταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και μετά το τέλος της, οι κάτοικοί της μετοίκησαν, ιδρύοντας τη Μεσηβρία στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου[6].

    Κλασική και ελληνιστική περίοδος

    Κατά τους κλασικούς χρόνους, μετά τη νικηφόρο για τους Έλληνες έκβαση των Μηδικών Πολέμων, το Βυζάντιο καταλήφθηκε από τον νικητή των Πλαταιών Παυσανία[7], ο οποίος μετά από συμφωνία με τον Ξέρξη παρέμεινε διοικητής της πόλης πριν εκδιωχθεί από τους Αθηναίους[8]. Το Βυζάντιο υπήρξε μέλος της Δηλιακής συμμαχίας, ενώ κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-405 π.Χ.) τάχθηκε αρχικά στο πλευρό των Αθηναίων. Το 411 π.Χ. αποστάτησε από τον αθηναϊκό συνασπισμό και τον επόμενο χρόνο καταλήφθηκε από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Κλέαρχο, ο οποίος προφασίστηκε την ανάγκη να εμποδιστεί η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο Πόντο[9]. Πολιορκήθηκε εκ νέου το 409 π.Χ από τους Αθηναίους, με επικεφαλής τον Αλκιβιάδη και, όταν ο Κλέαρχος εγκατέλειψε την πόλη, ορισμένοι Βυζάντιοι άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους[10], οι οποίοι, τελικά, μετά από μάχη εντός των τειχών κατέλαβαν την πόλη. Μετά την ήττα του Αλκιβιάδη στους Αιγός Ποταμούς, οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που τους υποχρέωνε, μεταξύ άλλων, να εγκαταλείψουν το Βυζάντιο. Παράλληλα, οι πολίτες του Βυζαντίου που είχαν προδώσει την πόλη, παραδίδοντάς τη στα χέρια του Αλκιβιάδη, εξορίστηκαν, αποκτώντας όμως αργότερα τιμητικά την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη[11]. Η σπαρτιατική παρουσία στην πόλη έληξε περίπου το 390 π.Χ, όταν ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος επανέφερε το Βυζάντιο στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής, ωστόσο δεν έλειψαν κρίσεις στις σχέσεις των δύο πόλεων, όπως το 357 π.Χ, όταν το Βυζάντιο συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Μαυσώλου.

    Κατά την περίοδο της εξάπλωσης του Φιλίππου Β', το Βυζάντιο υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Μακεδόνα βασιλιά, ωστόσο εκείνος πολιόρκησε την πόλη, το 341 π.Χ, μετά από άρνηση των Βυζαντίων να στραφούν εναντίον της Αθήνας. Οι κάτοικοι της πόλης απέδωσαν τη σωτηρία της σε θαύμα της θεάς Εκάτης, όπως μαρτυρείται από άγαλμα που έστησαν προς τιμή της, αλλά και σε παραστάσεις της σε νομίσματα της εποχής. Η ημισέληνος που απεικονίστηκε σε βυζαντιακά νομίσματα έγινε σύμβολο της πόλεως, γεγονός που θεωρείται πως επιζεί έως σήμερα με την υιοθέτησή της στη σημαία της τουρκικής δημοκρατίας[12]. Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο υποστηρίχθηκε από τους Αθηναίους και αρκετές ακόμα ελληνικές πόλεις που συντάχθηκαν μαζί τους[13]. Στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη διατήρησε ένα προνομιακό καθεστώς αυτονομίας. Κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου προς τον Δούναβη, τον υποστήριξε στέλνοντας πλοία[14]. Μετά τον θάνατό του οι Βυζάντιοι, αν και αρχικά υποστήριζαν τον Αντίγονο Α', τελικά διατήρησαν ουδέτερη στάση στη μάχη του με τον Κάσανδρο και τον Λυσίμαχο[15]. Το 279 π.Χ., η πόλη αναγκάστηκε να πληρώνει βαρύ φόρο στους Γαλάτες. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Βυζαντινοί επιδίωξαν την επέκταση της κυριαρχίας τους, κυρίως μέσω του ελέγχου του εμπορίου.

    Ρωμαϊκή περίοδος

    Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το Βυζάντιο απολάμβανε αρχικά προνόμια ελεύθερης πόλης, καθώς διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αγώνες εναντίον των Θρακών. Ενδεικτικά, ο Κλαύδιος εκχώρησε πενταετή ατέλεια[16], ενώ όπως παραδίδεται από τις επιστολές του Πλίνιου του νεότερου, ο Τραϊανός κατάργησε στην περίπτωση του Βυζαντίου εισφορές για την αυτοκρατορική λατρεία[17]. Ωστόσο, τα προνόμια αυτά καταργήθηκαν επί αυτοκρατορίας του Βεσπασιανού, ο οποίος υποβίβασε το Βυζάντιο στο επίπεδο μιας κοινής ρωμαϊκής επαρχίας. Στα τέλη του 2ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (β. 193-211) και του διεκδικητή του θρόνου Πεσκένιου Νίγηρα, το Βυζάντιο τάχθηκε στο πλευρό του τελευταίου. Ο Σεβήρος προέβη σε συστηματική πολιορκία της πόλης, την οποία τελικά κατέλαβε το 196. Χρειάστηκε τριετής μάχη που συνοδεύτηκε από ολοσχερή καταστροφή, σκληρή τιμωρία των κατοίκων, αλλά και διοικητική υποβάθμιση του Βυζαντίου, αφού παραχωρήθηκε στην Πέρινθο[18]. Καθώς η θέση του Βυζαντίου ήταν εμφανώς στρατηγικής σημασίας, ο Σεβήρος προέβη αργότερα σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης, η οποία ολοκληρώθηκε από τον γιο του Αντωνίνο, υψώνοντας νέα τείχη που διπλασίασαν την έκτασή της[19], ενώ εκχώρησε επίσης προνόμια που ο ίδιος είχε παλαιότερα αφαιρέσει. Μεταξύ των σημαντικότερων κτισμάτων συγκαταλέγονται τα λουτρά στο ιερό του ναού του Διός, που ονομάστηκαν «Ζεύξιππον», θέατρο και ιπποδρόμιο, ενώ ανακαινίστηκε και το λεγόμενο «Στρατήγιον»[18]. Την ίδια περίοδο, η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία Augusta Antonina [Αυγούστα Αντονίνα], προς τιμή του γιου του Σεβήρου.

    Το Βυζάντιο έζησε μια νέα καταστροφή, όταν ο Γαλλιηνός (β. 254-268) κατέστρεψε τις οχυρώσεις της, οι οποίες αργότερα κτίστηκαν εκ νέου από τον Διοκλητιανό. Την εποχή αυτή, οι συχνές επιδρομές φυλών, κυρίων των Γότθων, έφεραν το Βυζάντιο αρκετές φορές σε θέση άμυνας, χωρίς ωστόσο να υποστεί σημαντικό πλήγμα. Εκεί κατέφυγε ο Λικίνιος μετά την ήττα του από τον Κωνσταντίνο Α' στη Χρυσούπολη. Ο τελευταίος τον καταδίωξε αναγκάζοντάς τον τελικά να παραδοθεί. Προέβη σε πολιορκία της πόλης, την οποία κατέλαβε τον Σεπτέμβριο του 324. Φαίνεται πως ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε τα σημαντικά πλεονεκτήματα της θέσης του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα του.

    Πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (330-1204)
    Κύριο λήμμα: Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη
    Ίδρυση
     
    Τοπογραφικός χάρτης της Κωνσταντινούπολης κατά τη βυζαντινή περίοδο. Τα όρια της παλιάς πόλης είναι ακόμα διακριτά από ψηλά καθώς μεγάλο τμήμα των βυζαντινών τειχών έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα

    Το σύστημα διακυβέρνησης της Τετραρχίας (π. 293-324) χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, από την πρακτική της δημιουργίας τόπων διαμονής του αυτοκράτορα. Οι πόλεις που ιδρύονταν, ή επανιδρύονταν, ως αυτοκρατορικοί τόποι διαμονής συνήθως εξωραΐζονταν και οικοδομούνταν σε αυτές σημαντικά κτήρια, όπως ανάκτορα, μαυσωλεία ή ιπποδρόμια. Για παράδειγμα, ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός (β. 285-310) κυβέρνησε από το Μεδιόλανο (σημ. Μιλάνο), ενώ παράλληλα ο Διοκλητιανός είχε ως έδρα τη Νικομήδεια. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο, ως πρωτεύουσα, προφανώς αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική θέση του[20]. Η θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης ταυτίστηκε με την έναρξη ενός πολύ μεγάλου πολεοδομικού εγχειρήματος, μεγάλης εμβέλειας. Η πόλη επεκτάθηκε, εντάσσοντας στο Βυζάντιο έκταση περίπου 5000 στρεμμάτων, σε μεγάλο βαθμό μη οικοδομημένη[21]. Παράλληλα, τα νέα τείχη που ξεκίνησαν να κτίζονται επί Κωνσταντίνου και αποπερατώθηκαν επί Κωνστάντιου Α' (337-361), προεκτείνονταν κατά δεκαπέντε στάδια σε σύγκριση με τα παλαιότερα τείχη του Σεβήρου[22]. Τα εγκαίνια της πόλης τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ και ονομάστηκαν γενέθλια. Επιθυμώντας να πυκνώσουν οι οικισμοί της πόλης, μέχρι το 361 ήταν εξασφαλισμένη η δωρεάν παροχή άρτου στους πολίτες που έχτιζαν την κατοικία τους εκεί (panes aedium),[23] ενώ επιπλέον μέτρα πειθαναγκαστικού χαρακτήρα εφαρμόζονταν προκειμένου να υποχρεώνονται οι ανάδοχοι εδαφών αυτοκρατορικής ιδιοκτησίας στη Μικρά Ασία να οικοδομήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, αρκετοί οίκοι παραχωρήθηκαν σε ανώτερους αξιωματούχους της αυλής και χρηματοδοτήθηκαν απευθείας από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο[24]. Σύντομα η πληθυσμιακή ανάπτυξη της πόλης έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε να καταργηθούν τα μέτρα που την ευνοούσαν, οδηγώντας παράλληλα σε μεγάλο συνωστισμό ανθρώπων[25].

    Περιτριγυρισμένη από επτά λόφους, η Κωνσταντινούπολη, όπως και η Ρώμη, διαιρέθηκε σε δεκατέσσερις συνοικίες. Το κέντρο του παλαιού Βυζαντίου, το Τετράστωον, μαζί με τον κοντινό ιππόδρομο, επαναπροσδιορίστηκε αρχιτεκτονικά και μετονομάστηκε σε Αυγουσταίον, προς τιμή της μητέρας του Κωνσταντίνου. Συνδυάστηκε με τον νέο φόρο (αγορά) του Κωνσταντίνου, κοντά στον οποίο διακλαδωνόταν η Μέση οδός, ο κύριος οδικός άξονας της πόλης που οδηγούσε μέχρι την πρώτη Χρυσή Πύλη. Στη δυτική πλευρά του Αυγουσταίου βρισκόταν ο ναός της Θείας Σοφίας, αφιερωμένος στην Αγία Σοφία, και στα ανατολικά ανεγέρθηκε το πρώτο μέγαρο της Συγκλήτου. Ανατολικά του ιπποδρόμου βρισκόταν το αυτοκρατορικό παλάτι, το οποίο μέχρι τον 6ο αιώνα δεν υπέστη σημαντικές αλλαγές και παρέμενε περιορισμένων σχετικά διαστάσεων. Η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου, μόλις από την ημέρα των εγκαινίων της, ήταν φαινομενικά και επισήμως μια χριστιανική πόλη[26], αν και τα ολιγάριθμα χριστιανικά κτίρια που ανεγέρθηκαν με την ίδρυσή της, μειοψηφούσαν σαφώς σε σχέση με τους ιερούς τόπους της ελληνορωμαϊκής θρησκείας[27].

    Στολισμένη με μεγαλοπρέπεια, η Κωνσταντινούπολη διέθετε όλα τα στοιχεία της αστικής ευημερίας, ευνοώντας σε πολιτισμικό επίπεδο τη συγχώνευση των εθίμων, της αρχιτεκτονικής και της τέχνης Δύσης και Ανατολής. Αποτέλεσε επίσης εκκλησιαστικό κέντρο, καθώς από το 381 αποτελούσε έδρα του πατριάρχη[28].

    Επέκταση

    Σημαντική επέκταση της πόλης δρομολογήθηκε επί της αυτοκρατορίας του Θεοδόσιου Β' (408-450) και υπό την επίβλεψη του επάρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου, ο οποίος καθ' υπερβολή μπορεί να χαρακτηριστεί και δεύτερος ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης[29]. Το δυτικό τμήμα της πρωτεύουσας προωθήθηκε σε απόσταση ενός ρωμαϊκού μιλίου[29], ενώ συνολικά η εντός των τειχών έκτασή της διπλασιάστηκε[30] Η ασφάλειά της ενισχύθηκε με μεσοπύργια που χτίστηκαν κατά μήκος των θαλάσσιων μετώπων, ενώ παράλληλα υιοθετήθηκε ένα καινοτόμο σχέδιο για τα χερσαία τείχη, γνωστά σήμερα ως Θεοδοσιανά[31].

    Κατά την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού Α' (527-565), η μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της, με πληθυσμό που έφτανε περίπου τους 500.000 κατοίκους[28] και συνιστούσε ένα μωσαϊκό κοινοτήτων με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε αυτή την περίοδο επιχειρήθηκε μια νέα αναδιοργάνωση του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας, όπως άλλωστε απαιτούσαν οι συνθήκες, με δεδομένες τις εκτεταμένες καταστροφές που επέφεραν η πυρκαγιά του 532 και τα γεγονότα της στάσης του Νίκα. Στο νέο πολεοδομικό πρόγραμμα περιλαμβάνονταν ο επαναπροσδιορισμός των θέσεων και των έργων που παρουσίαζαν το πρόσωπο της εξουσίας και η αποτύπωση αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που αναδείκνυαν την πόλη ως χριστιανική πρωτεύουσα της οικουμένης[32]. Ξεχωριστή συνεισφορά του Ιουστινιανού A' υπήρξε η ανέγερση αρκετών μοναστηριών και εκκλησιών, με πιο επιβλητική εκείνη της Αγίας Σοφίας[33]. Το 542 στην πόλη εξαπλώθηκε η νόσος της πανώλης που, όπως λέγεται, προκάλεσε τον θάνατο των 3/5 του πληθυσμού και σηματοδότησε μια περίοδο παρακμής της Κωνσταντινούπολης[28]. Η περίοδος από τον 7ο αιώνα μέχρι τον 9ο υπήρξε εν γένει μια κρίσιμη φάση στην ιστορία της πόλης, κατά την οποία πολιορκήθηκε από Πέρσες και Αβάρους (626), Άραβες (674-78 και 717-18), Βούλγαρους (813, 913), Ρώσους (860, 941, 1043) και Πετσενέγους (1090-91), αντιμετωπίζοντας επίσης επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις.

    Λατινοκρατία (1204-61) και βυζαντινή επανάκτηση
     
    Χάρτης της περιοχής του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Απεικονίζονται ο Ιππόδρομος, η Αγία Σοφία και η Αγία Ειρήνη, καθώς και άλλα κτίρια, βάσει λογοτεχνικών και ιστορικών αναφορών

    Το 1203, στα πλαίσια της Δ' Σταυροφορίας, έλαβε χώρα η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β' στον θρόνο. Στις 13 Απριλίου 1204, εισέβαλαν στην πόλη, η λεηλασία της οποίας διήρκεσε για αρκετά χρόνια. Νέος αυτοκράτορας εκλέχτηκε ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Η περίοδος της εφήμερης εγκατάστασης της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-61) χαρακτηρίζεται ως η πλέον καταστροφική στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης[28] και ειδικότερα η λεηλασία της πόλης ως άνευ προηγουμένου[34]. Ενδεικτικές πληροφορίες για τις εκτεταμένες καταστροφές, πυρπολήσεις και λεηλασίες ναών, ανακτόρων, μνημείων και κεντρικών συνοικιών αντλούμε από το χρονικό του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου (π. 1160-1213), καθώς και από το έργο του ιστορικού και αυτόπτη μάρτυρα Νικήτα Χωνιάτη[35]. Πληθώρα τόπων λατρείας παραχωρήθηκαν στο λατινικό δόγμα, καθώς και στον φραγκικό και ενετικό κλήρο, καθώς, σε ευρεία κλίμακα, επιχειρήθηκε η εγκαθίδρυση του λατινικού δόγματος στην άλλοτε μητρόπολη της Ορθοδοξίας[36]. Λατίνοι ιερείς από τη Γαλλία, τη Φλάνδρα και την Ιταλία, ανέλαβαν τη λειτουργία των εκκλησιών της πόλης. Την ίδια περίοδο, η ενετική συνοικία επεκτάθηκε, οχυρώθηκε και έλαβε τον χαρακτήρα ξεχωριστής υπερπόντιας αποικίας[36], ενώ ταυτόχρονα σημειώθηκε μαζική έξοδος του ελληνικού στοιχείου. Η γενική αραίωση του πληθυσμού δεν εξισορροπήθηκε από τη λατινική μετανάστευση που ξεκίνησε το 1204[37]. Το 1261, η Κωνσταντινούπολη επανακτήθηκε από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο (1259-82) και τις επόμενες δεκαετίες επιχειρήθηκε ένα νέο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, σηματοδοτώντας μια στροφή στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Προωθήθηκαν ειδικά μέτρα για την επιστροφή του πληθυσμού από τα προάστια και εν γένει υποστηρικτικές δράσεις για την αποκατάσταση της εικόνας της πόλης. Προωθήθηκαν επίσης αμυντικά έργα, τα οποία κρίνονταν απαραίτητα, με δεδομένη την πολύ κακή κατάσταση στην οποία περιήλθαν τα τείχη της πόλης, ως αποτέλεσμα της έλλειψης φροντίδας κατά τα προηγούμενα έτη[38]. Κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, το πολιτικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης μετακινήθηκε στην περιοχή των Βλαχερνών. Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, η ήδη συρρικνωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε επισφαλή θέση, γνωρίζοντας απειλές τόσο από τη Δύση όσο και από τη Μικρά Ασία, με τη σταδιακή ανάδειξη των Οθωμανών ως της κυρίαρχης δύναμης στην περιοχή. Παρά την οικοδόμηση που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και στις αρχές του 14ου, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε παρηκμασμένη, γεμάτη ερείπια και μεγάλες ερημωμένες εκτάσεις[28]. Ο περιηγητής στην πόλη, την περίοδο 1432-33, Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ, αναφέρεται στους άδειους χώρους της πόλης οι οποίοι, όπως περιγράφει, εκτείνονταν σε μεγαλύτερη επιφάνεια από εκείνους που είχαν κτιστεί[39]. Ανάλογη περιγραφή παραδίδεται από τον Ρουί Γκονζάλες ντε Κλαβίχο, στις αρχές του 15ου αιώνα, ο οποίος διακρίνει επιπλέον το τμήμα της θαλάσσιας ακτής ως πιο πυκνοκατοικημένο, ενώ συγχρόνως σημειώνει τα ερείπια των άλλοτε επιβλητικών εκκλησιών και μοναστηριών της πόλης[40].

    Οθωμανική Αυτοκρατορία
     
    Jean Chartier, Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, 15ος αι., Bibliothèque nationale de France. Manuscript Français 2691 folio CCXLVIv

    Τον Απρίλιο του 1453 ξεκίνησε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης της πόλης το 1422, από τον σουλτάνο Μουράτ Β'. Παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στις μεσαιωνικές πηγές, ο οθωμανικός στρατός φαίνεται πως υπερτερούσε κατά πολύ αριθμητικά[41]. Η τελική επίθεση, κατά την οποία σκοτώθηκε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου, όταν, παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην πόλη και την κατέλαβαν. Είχαν προηγηθεί συνολικά 54 ημέρες πολιορκίας[42]. Μετά από τριήμερη λεηλασία της πόλης[43], ο σουλτάνος, επιθυμώντας να περιορίσει την περαιτέρω καταστροφή της μελλοντικής πρωτεύουσάς του[44], διέταξε την παύση της και πραγματοποίησε την εθιμοτυπική και μεγαλοπρεπή είσοδό του στην πόλη. Ο Μωάμεθ Β΄ επιχείρησε να ενισχύσει τον πληθυσμό της πόλης, μετακινώντας αναγκαστικά κατοίκους από άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει, όπως την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλονίκη και ελληνικά νησιά[45]. Πριν την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη, εξέδωσε φιρμάνια για τη μετακίνηση στην πόλη μουσουλμανικών, χριστιανικών και εβραϊκών οικογενειών, από την περιοχή της Ρούμελης και της Ανατολίας[46][47]. Η αναγκαστική μετοίκηση εξυπηρετούσε πληθώρα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αναγκών, όπως την αποκατάσταση της ευημερίας σε μια προηγουμένως παρηκμασμένη πόλη, τη δημιουργία πλούτου και την αποτροπή εξεγέρσεων απομονωμένων κοινοτήτων. Σύμφωνα με απογραφή του 1477, Κωνσταντινούπολη αριθμούσε εκείνη την εποχή 16.324 νοικοκυριά[48], με το μουσουλμανικό και χριστιανικό στοιχείο να αντιστοιχούν περίπου στο 60% και 22% του συνολικού αριθμού (αρχεία Topkapi Sarayi, D 9524)[46]. Αν και οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της πόλης διαφέρουν σημαντικά, θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως κατά το 16ο αιώνα είχε αυξηθεί σημαντικά.

    Μέλημα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ ήταν επίσης η οικοδόμηση της πόλης, με χαρακτηριστικά έργα την αποκατάσταση των τειχών, τη δημιουργία μιας οχυρωμένης θέσης (Yedikule), καθώς και την ανέγερση παλατιού στο κέντρο της πόλης. Για το έργο αυτό χρησιμοποίησε Έλληνες δούλους, έναντι σημαντικής αμοιβής με την οποία αργότερα ήταν σε θέση να κερδίσουν την ελευθερία τους και να εγκατασταθούν στην πόλη[49]. Εκτός από το παλάτι, το σημαντικότερο ίσως κτίριο που ανεγέρθηκε από τους Οθωμανούς κατακτητές ήταν το τζαμί του σουλτάνου, που κτίστηκε την περίοδο 1462-70 αλλά καταστράφηκε από σεισμό το 1766.

    Πληθώρα μεγαλοπρεπών τζαμιών συνέβαλαν σταδιακά στη διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού ύφους της Κωνσταντινούπολης. Διοικητικά, η οθωμανική πόλη χωρίστηκε σε τέσσερις ενότητες: το κέντρο της Κωνσταντινούπολης (Σταμπούλ) και τις τρεις περιοχές του Γαλατά, του Εγιούπ (Χάσια) και του Ουσκουντάρ (Σκούταρι). Η αναδιάρθρωση της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης βασίστηκε, εν γένει, στην πεποίθηση πως έπρεπε να διαπνέεται από το πνεύμα του Ισλάμ, αποκτώντας τον χαρακτήρα μιας ιερής ισλαμικής πόλης. Συνολικά, τα επόμενα χρόνια, η πόλη γνώρισε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης, με μοναδικές εξαιρέσεις τις φυσικές καταστροφές — κατά κύριο λόγο πυρκαγιές και σεισμοί — και τις επιδημίες που την έπληξαν στο πέρασμα του χρόνου. Το εκτεταμένο πρόγραμμα επανεποικισμού και οικοδόμησης έθεσε τα θεμέλια για τη μεταμόρφωση της άλλοτε ερημωμένης πόλης σε μια οικουμενική αυτοκρατορική πρωτεύουσα, η οποία διέφερε σε χαρακτήρα και εμφάνιση από την αντίστοιχη βυζαντινή[50]. Κατά την περίοδο του Σουλεϊμάν Α΄, έφθασε στο απόγειο της αίγλης της[51].


    Πανόραμα της Κωνσταντινούπολης
    Μελχιώρ Λορκ, 1559
    1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 Η σύζευξη του Βοσπόρου με τον Κεράτιο κόλπο  Άποψη τμήματος της Βοσπόριας Άκρας με το ανάκτορο του Τοπκαπί  Partial view of Seraglio Point (Sarayburnu) with Topkapi Palace and Incirli Kiosk  Άποψη τμήματος της Βοσπόριας Άκρας με το ανάκτορο του Τοπκαπί 2  Άποψη τμήματος της Βοσπόριας Άκρας με το πάρκο του Γκιούλ χανέ  Αγία Σοφία  Part of the panoramic view of Seraglio Point (Sarayburnu)  Panorama of Constantinople  Mosque of Sultan Ahmed I in Constantinople  Το τέμενος του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄στην Κωνσταντινούπολη  The mosque of Mehmed II in Constantinople Valens aqueduct on the right  Bayazit Tower, Constantinople  Τμήμα του πανοράματος της Κωνσταντινούπολης  Panorama of Constantinople  Part of the panoramic view of Constantinople- Kasimpasa shipyard is visible on the right  Part of the panoramic view of Constantinople- the western shore of the Golden Horn  Panorama of Constantinople  Panorama of Constantinople  Part of the panoramic view of Constantinople- the eastern shore of the Golden Horn, that is, the area surrounding Pera district  Panorama of Constantinople  Part of the panoramic view of Constantinople  Βόσπορος και Κεράτιος κόλπος
    το πλοίο του Σουλεϊμάν Α´ στο κέντρο
    Πύργος Γαλατά στο κέντρο δεξιά Βοσπόρια Άκρα και Τοπ Kαπί
    το πλοίο του Δανού πρεσβευτή στο κέντρο Βοσπόρια Άκρα, Τοπ Kαπί, Ιντσιρλί Βοσπόρια Άκρα, Τοπ Kαπί Βοσπόρια Άκρα, Γκιούλ Χανέ
    Αγία Ειρήνη στο βάθος Αγία Σοφία
    Χριστός Χαλκίτης (πιθανό) Βοσπόρια Άκρα
    Ερείπια Μεγάλου Παλατίου
    Λιμένας Νεωρίου (πιθανό) Βοσπόρια Άκρα
    Στήλη του Κωνσταντίνου Α´ άνω αριστερά
    Τέμενος Βαγιαζίτ άνω κέντρο
    Πύργος της Ειρήνης κάτω δεξιά Τέμενος Σουλταναχμέτ Τέμενος Σουλεϊμανιγιέ
    ημικυκλική στοά κέντρο δεξιά Τέμενος Φατίχ άνω αριστερά
    Υδραγωγείο Ουάλεντος άνω δεξιά Πύργος Βαγιαζήτ
    Στήλη του Αρκαδίου άνω αριστερά
    Τρούλοι Μον. Παντοκράτ. κέντρο Δυτ. Κεράτιος κόλπος
    Τέμενος Φατίχ άνω δεξιά Δυτ. Κεράτιος κόλπος
    Τέμενος Σελιμιγιέ άνω δεξιά Δυτ. Κεράτιος κόλπος, Ναυπηγείο Κασίμπασα Δυτ. Κεράτιος κόλπος Δυτ. Κεράτιος κόλπος Ανα. Κεράτιος κόλπος και Κοσμίδιον Ανα. Κεράτιος κόλπος και Κοσμίδιον Κοσμίδιον Κοσμίδιον
     
    Πανοραμική θέα της Κωνσταντινούπολης και των περιοχών της, φωτογραφία του 1880 σε υψηλή ανάλυση

    Στις αρχές του 19ου αιώνα χρονολογείται μία ακόμα σημαντική εξέλιξη στην ιστορία της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης, συνυφασμένη με την εποχή του τανζιμάτ, δηλαδή της αναδιοργάνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία συνοδεύτηκε από σοβαρές αναταραχές, όπως τη σφαγή των Γενιτσάρων στον Ιππόδρομο το 1826. Ενώ με αφορμή την Ελληνική Επανάσταση του 1821 για πρώτη φορά η οθωμανική εξουσία διέταξε την άμεση εκτέλεση προσώπων που διαδραμάτιζαν ισχυρό ρόλο, όπως του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Μεγάλου Διερμηνέα, με τους συνεπαγόμενους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται γενικά ως η περίοδος κατά την οποία επιχειρήθηκε ο μετασχηματισμός της πόλης σε μία δυτικού τύπου πρωτεύουσα. Το 1870 επεκτάθηκε έως την Κωνσταντινούπολη ο ευρωπαϊκός σιδηρόδρομος, ενώ και άλλες σημαντικές δημόσιες υποδομές ολοκληρώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, όπως η υπόγεια σήραγγα μεταξύ Γαλατά και Πέραν (1873), σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεφωνικό δίκτυο. Την ίδια περίπου περίοδο, και μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης σημείωσε σημαντική αύξηση από 385.000 το 1885 σε 560.000 το 1914[52].

    Νεότερη ιστορία

    Το 1908 η πόλη καταλήφθηκε από τον στρατό του κινήματος των Νεότουρκων, και ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β' εκθρονίστηκε. Η Επανάσταση των Νεότουρκων επιτάχυνε τη διαδικασία προσαρμογής της πόλης στα δυτικά πρότυπα[53], η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1839 και τον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, με τη μεταρρύθμιση που ονομάστηκε Τανζιμάτ. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-13), αποτράπηκε η κατάληψή της από τον βουλγαρικό στρατό, η πορεία του οποίου ανακόπηκε στα προάστια της πόλης. Στο διάστημα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόταν σε αποκλεισμό και με το πέρας του πολέμου ετέθη υπό βρετανική, γαλλική και ιταλική κατοχή μέχρι το 1923[28]. Με την άνοδο του Κεμάλ Ατατούρκ, ο τελευταίος οθωμανός σουλτάνος, Μεχμέτ Στ', εγκατέλειψε την πόλη το 1922. Παράλληλα, η Κωνσταντινούπολη έχασε την ηγεμονία που διατηρούσε για περισσότερο από μία χιλιετία, καθώς πρωτεύουσα της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ανακηρύχθηκε η Άγκυρα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε μειωθεί δραστικά, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων εκατό ετών[54]. Παρέμεινε αλώβητη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς να υποστεί ζημιές, χάρη στην ουδέτερη στάση της Τουρκίας. Την περίοδο που ακολούθησε, ο πληθυσμός της σημείωσε πολύ μεγάλη αύξηση, λόγω της μετακίνησης μεγάλου τμήματος αγροτικού πληθυσμού στην πόλη προς εύρεση εργασίας. Από την άλλη πλευρά η ελληνική κοινότητα της πόλης συρρικνώθηκε δραματικά ύστερα από διαδοχικούς διωγμούς, με πιο αξιοσημείωτο από αυτούς τα Σεπτεμβριανά του 1955. Η Κωνσταντινούπολη μεταμορφώθηκε με την κατασκευή της πρώτης κρεμαστής γέφυρας του Βοσπόρου (1973), η οποία ένωσε τις ευρωπαϊκές με τις ασιατικές συνοικίες της πόλης μέσα από ένα νέο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων, επιτρέποντας παράλληλα μεγάλες μετακινήσεις μεταναστών από την Ανατολία. Η πληθυσμιακή έκρηξη που παρατηρήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, συνοδεύτηκε από προβλήματα μόλυνσης, υπερπληθυσμού ανά περιοχές, πολεοδομικής αναρχίας και ανεπάρκειας υπηρεσιών[28].

     
    Αποψη της Ευρωπαικής πλευράς της Κωνσταντινούπολης από τον Βόσπορο το 2012.
    ↑ 1,0 1,1 1,2 Alexander P. Kazhdan (ed.), The Oxford Dictionary of Byzantium, Vol. I, Oxford University Press, USA, 1991, λήμμα "Byzantion", σ. 344 Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, Α. 5 Στράβων, Γεωγραφικά, 7.6· ανάλογη αναφορά συναντάται και στον Ηρόδοτο (Ιστορίαι, Βιβλίο Δ'), ο οποίος αποδίδει τον χαρακτηρισμό περί τυφλών στον Πέρση στρατηγό Μεγάβαζο. Βασικό πλεονέκτημα της τοποθεσίας, σε σχέση με εκείνη της Χαλκηδόνας, ήταν η μεγαλύτερη δυνατότητα υπεράσπισής της, καθώς η ακρόπολη του Βυζαντίου στη συμβολή του Κεράτιου κόλπου και του Βοσπόρου, προστατευόταν σχεδόν ολοκληρωτικά από θάλασσα, με εξαίρεση μόνο το δυτικό τμήμα, στο οποίο όμως ήταν εφικτή η ανέγερση τειχών. (Freely, 4) Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, 4.31.5 Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 6.33 Θουκυδίδης, 1.94 Θουκ. 1. 128-131 Ξενοφών, Ελληνικά, 1.1.35 Διόδ. Σ., 66.4-6 Ξενοφών, 2.2.1 William Smith, Dictionary of Greek and Roman geography, Vol. I, Boston: Little, Brown and Co., 1854, σ. 658 Διόδ. Σ., 16.77.2 Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβαση, 1.3.3 Διόδ. Σ., 19.77.7 Smith, ό.π., 658 Πλίνιος, Επιστολές ↑ 18,0 18,1 Σούδα, Σεβήρος Michael R. T. Dumper and Bruce E. Stanley (ed.), Cities of the Middle East and North Africa: a historical encyclopedia, ABC-CLIO, 2007, σ.181 Η Θεσσαλονίκη και η Σαρδική αναφέρονται ως υποψήφιες πόλεις, πριν την επιλογή του Βυζαντίου, από τους χρονογράφους Κεδρηνό και Ζωναρά αντίστοιχα (βλ. Gibbon, Edward. The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, Vol. III, New York: 1906, σ.97). Όπως παραδίδεται από τον Ζώσιμο, ο Κωνσταντίνος επέλεξε αρχικά μια περιοχή κοντά στο Ίλιον όπου ύψωσε επίσης τείχη (Ζώσ. ΙΙ, 30-31). Concina, 15 Ζώσιμος, ΙΙ.30-31 Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη (1996). Βυζαντινή Ιστορία. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. σελ. 140.  Concina, 16 Ζώσιμος, ΙΙ.55 J. B. Bury, History of the Late Roman Empire, Macmillan & Co., London: 1923, σ. 74 Concina, 24 ↑ 28,0 28,1 28,2 28,3 28,4 28,5 28,6 "Istanbul." Encyclopædia Britannica. 2009. Encyclopædia Britannica Online. 10 Apr. 2009 ↑ 29,0 29,1 J. B. Bury, ό.π. 70 Concina, 28 Η καινοτόμος παρέμβαση περιλάμβανε την κατασκευή διπλών τειχών. Το εσωτερικό, που αποτελούσε και την κύρια άμυνα, ήταν ύψους περίπου 11 μέτρων και ενισχυμένο με πύργους ύψους περίπου 20 μέτρων, τοποθετημένους ανά τακτά διαστήματα περίπου 65 μέτρων. Ένα δεύτερο προωθημένο τείχος, πάχους 0.5-2 μέτρων και ενισχυμένο επίσης με πύργους, προστατευόταν από εξωτερικά αναχώματα και συνεχή τάφρο (βλ. J.B. Bury, 70-71) Concina, 33-34 Michael Maas (εκδ.), The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge University Press, 2005, σ. 79 Steven Runciman, A History of the Crusades, Vol. III, Cambridge University Press, 1995, σ.123 Nicetas Choniata, Historia, C.S.H.B., Bonn, 1835, σσ. 757-63 ↑ 36,0 36,1 Concina, 62 Necipoğlu, 280 Necipoğlu, 290 Bertrandon de La Brocq́uière (μτφρ. Thomas Johnes), The Travels of Bertrandon de La Brocq́uière, to Palestine: And His Return from Jersulem Overland to France, During the Years 1432 & 1433, J. Henderson (εκδ.), 1807, σ. 220 Ruy González de Clavijo (μτφρ. Clements Robert Markham). Narrative of the embassy of Ruy Gonzalez de Clavijo to the court of Timour at Samarcand, A.D. 1403-6, Λονδίνο, 1859, σ. 46 βλ. Bartusis, Mark C., The late Byzantine Army: Arms and Society, 1204-1453, University of Pennsylvania Press, 1997, σσ. 129-132 Shaw, 57 Όπως παραδίδει ο Γεώργιος Φραντζής. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία της πόλης έληξε μετά την πρώτη ημέρα. Βλ. λήμμα "Istanbul" στο The Encyclopedia of Islam, Vol. IV, E.J. Brill, Leiden: 1997, πρβλ. S. Runciman, The Fall of Constantinople 1453, Cambridge, 1965, σ. 148 Ο ιστορικός Μιχαήλ Δούκας παραδίδει πως ο Μεχμέτ Β' επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Βλ. Μιχαήλ Δούκα, Historia Byzantina, CSHB, Vol. 20, Bonn, σ. 281. Μιχαήλ Κριτόβουλος, βλ. H.G. Beck, A. Kambylis, R. Keydell (ed.),Critobuli Imbriotae historiae, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Vol. 22, Berlin: W. de Gruyter 1983, σ.83 ↑ 46,0 46,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα brill. Κατά τον Μιχαήλ Δούκα, διατάχθηκε η μετακίνηση πέντε χιλιάδων οικογενειών μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1453. Βλ. Historia Byzantina, CSHB, Vol. 20, Bonn, σ. 313 Δεν περιλαμβάνονται στρατιώτες, μαθητές και δούλοι. Διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς το ποσοστό τους, αλλά και σχετικά με τον μέσο αριθμό των μελών των οικογενειών, οδηγούν σε υπολογισμό του συνολικού πληθυσμού που κυμαίνεται από 60.000-175.000. Halil Inalcik, "The Policy of Mehmed Towards the Greek Population of Istanbul and the Byzantine Buildings of the City", Dumbarton Oaks Papers, vol. 23, 1969-1970, pp. 229-249 Γερασίμου, Σ., «Η επανοίκηση της Κωνσταντινούπολης μετά την Άλωση», στο Κιουσοπούλου, Τ. (επιμ.), 1453: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους (Ηράκλειο 2005), σελ. 3-21. Lewis, 105 Alan Duben, Cem Behar, Istanbul Households: Marriage, Family and Fertility, 1880-1940, Cambridge University Press, 2002, σ. 25 Duben, Behar, ό.π., σ. 26 Duben, Behar, ό.π., σ. 23
    Read less

Phrasebook

Χαίρετε
Merhaba
Κόσμος
Dünya
Γειά σου Κόσμε
Selam Dünya
Ευχαριστώ
Teşekkürler
Αντιο σας
Güle güle
Ναί
Evet
Οχι
Numara
Πώς είσαι;
Nasılsınız?
Καλά ευχαριστώ
İyiyim teşekkürler
Πόσο κοστίζει?
Ne kadar?
Μηδέν
Sıfır
Ενας
Bir

Where can you sleep near Κωνσταντινούπολη ?

Booking.com
489.962 visits in total, 9.198 Points of interest, 404 Destinations, 11 visits today.