Konstantinopolis ( Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη )

Η Κωνσταντινούπολη (λατινικά: Constantinopolis) υπήρξε η ανατολική πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ., και μετά την κατάρρευση των δυτικών περιοχών στα τέλη του 5ου αιώνα η πρωτεύουσα της Ανατολικής ρωμαϊκής/Βυζαντινής έως τα μέσα του 15ου αιώνα, μια συνολική περίοδο άνω των χιλίων ετών. Για λίγες δεκαετίες υπήρξε επίσης η έδρα της λατινικής αυτοκρατορίας (1204–1261) μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ μετά την άλωση του 1453 και έπειτα αποτέλεσε την πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους (1453–1924), και κατόπιν τη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας.

Ιδρύθηκε επί της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου το 324 μ.Χ. ως νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α´. Από αυτόν εγκαινιάστηκε επίσημα της στις 11 Μαΐου του 330 ως Νέα Ρώμη.Από τον 5ο έως και τις αρχές του 13ου αιώνα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη στην Ευρώπη και αποτέλεσε μια από τις κύριες έδρες του Χριστιανισμού ως η βάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και ως το σημείο όπου κατά την παράδοση φυλάσσονταν πολλά σημαντικά ιερά κειμήλια του χριστιανισμού όπως το Ακάνθινο Στεφάνι και ο Τίμιος Σταυρός.

Η πόλη φημίζονταν επίσης για τις πελώριες και περίπλοκες αμυντικές κατασκευές της, καθώς αν και δέχτηκε πολλές πολιορκίες κατά τη διάρκεια της ιστορίας της από διάφορους λαούς, τα τείχη της παρέμεναν απαραβίαστα για 9 αιώνες. Διάσημη ήταν επίσης η αρχιτεκτονική των κτηρίων της, όπως ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας ο οποίος ήταν και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Μεγάλο Παλάτι όπου έμεναν οι αυτοκράτορες, ο Πύργος του Γαλατά, ο Ιππόδρομος της πόλης, η Χρυσεία Πύλη, καθώς και τα πολυτελή αριστοκρατικά παλάτια τα οποία υπήρχαν διάσπαρτα επί των κεντρικών οδών και οικοδομικών τετραγώνων της πόλης. Η πόλη επίσης διέθετε πλήθος καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών θησαυρών οι οποίοι καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν με τις διάφορες συγκρούσεις κατά το πέρασμα των αιώνων, μαζί με την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη στην οποία περιέχονταν ό,τι είχε διασωθεί από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και όπου υπήρχαν πάνω από 100,000 τόμους αρχαίων κειμένων.

Διαβάστε περισσότερα

Η Κωνσταντινούπολη (λατινικά: Constantinopolis) υπήρξε η ανατολική πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ., και μετά την κατάρρευση των δυτικών περιοχών στα τέλη του 5ου αιώνα η πρωτεύουσα της Ανατολικής ρωμαϊκής/Βυζαντινής έως τα μέσα του 15ου αιώνα, μια συνολική περίοδο άνω των χιλίων ετών. Για λίγες δεκαετίες υπήρξε επίσης η έδρα της λατινικής αυτοκρατορίας (1204–1261) μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ μετά την άλωση του 1453 και έπειτα αποτέλεσε την πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους (1453–1924), και κατόπιν τη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας.

Ιδρύθηκε επί της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου το 324 μ.Χ. ως νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α´. Από αυτόν εγκαινιάστηκε επίσημα της στις 11 Μαΐου του 330 ως Νέα Ρώμη.Από τον 5ο έως και τις αρχές του 13ου αιώνα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη στην Ευρώπη και αποτέλεσε μια από τις κύριες έδρες του Χριστιανισμού ως η βάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και ως το σημείο όπου κατά την παράδοση φυλάσσονταν πολλά σημαντικά ιερά κειμήλια του χριστιανισμού όπως το Ακάνθινο Στεφάνι και ο Τίμιος Σταυρός.

Η πόλη φημίζονταν επίσης για τις πελώριες και περίπλοκες αμυντικές κατασκευές της, καθώς αν και δέχτηκε πολλές πολιορκίες κατά τη διάρκεια της ιστορίας της από διάφορους λαούς, τα τείχη της παρέμεναν απαραβίαστα για 9 αιώνες. Διάσημη ήταν επίσης η αρχιτεκτονική των κτηρίων της, όπως ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας ο οποίος ήταν και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Μεγάλο Παλάτι όπου έμεναν οι αυτοκράτορες, ο Πύργος του Γαλατά, ο Ιππόδρομος της πόλης, η Χρυσεία Πύλη, καθώς και τα πολυτελή αριστοκρατικά παλάτια τα οποία υπήρχαν διάσπαρτα επί των κεντρικών οδών και οικοδομικών τετραγώνων της πόλης. Η πόλη επίσης διέθετε πλήθος καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών θησαυρών οι οποίοι καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν με τις διάφορες συγκρούσεις κατά το πέρασμα των αιώνων, μαζί με την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη στην οποία περιέχονταν ό,τι είχε διασωθεί από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και όπου υπήρχαν πάνω από 100,000 τόμους αρχαίων κειμένων.

Η πρώτη φορά όπου αλώθηκε η πόλη ήταν το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ´ Σταυροφορίας, και επανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 1261 από τον Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο. Η πόλη δεν κατάφερε ποτέ να ανακάμψει στην προηγούμενη ισχύ της μετά την άλωση της Δ´ Σταυροφορίας και τις δεκαετίες κακοδιαχείρισης που ακολούθησαν από τους Λατίνους ηγεμόνες. Αν και ανέκαμψε κατά ένα μικρό ποσοστό κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Παλαιολόγων, η συνεχής απώλεια εδαφών από τους Οθωμανούς οι οποίοι ενδυναμώνονταν και επεκτείνονταν, έφερε την πόλη σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Την ίδια περίοδο όμως παρατηρείται μια άνθηση και ανανέωση της βυζαντινής τέχνης και φιλοσοφίας με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τη στροφή προς την κλασική αρχαιότητα. Με τον τελευταίο αυτοκράτορα να είναι ο Κωνσταντίνος ΙΑ´ Παλαιολόγος, η πόλη τελικά αλώθηκε από τους Οθωμανούς το 1453 μετά από πολιορκία η οποία διήρκεσε σχεδόν 2 μήνες, και κατακτήθηκε από τις δυνάμεις του Μωάμεθ Β´ο οποίος την έκανε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του.

Η ιστορική αυτή περίοδος της πόλης συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο σημαντικής διεθνούς ιστορικής και πολιτιστικής μελέτης, καθώς και κατέχει περίοπτη θέση στην ελληνική ιστοριογραφία, παραδόσεις, και έθιμα ως πόλη ορόσημο του νεότερου ελληνισμού ιδιαίτερα μετά την πρώτη άλωση.