Context of Ουγγαρία

Η Ουγγαρία (ουγγρικά: Magyarország) είναι χώρα που βρίσκεται στη νοτιοανατολική περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Έχει ως πρωτεύουσα τη Βουδαπέστη, επίσημη γλώσσα τα ουγγρικά και ως νόμισμα το φόριντ. Η σημαία της αποτελείται από τρεις οριζόντιες λωρίδες, κόκκινη, άσπρη και πράσινη και ο εθνικός της ύμνος είναι ο Himnusz. Με επιφάνεια 93.030 τ.χλμ. στη Λεκάνη των Καρπαθίων, εκτείνεται σε 250 χλμ. από τον βορρά στον νότο και σε 524 χλμ. από τα δυτικά στα ανατολικά. Έχει 2.009 χλμ. συνόρων (με την Αυστρία στα δυτικά, τη Σερβία, την Κροατία και τη Σλοβενία στα νότια και στα νοτιοδυτικά, τη Ρουμανία στα νοτιοανατολικά, την Ουκρανία στα βορειοανατολικά και τη Σλοβακία στον βορρά.) Με περίπου 10 εκατομμύρια κατοίκους η Ουγγαρία είναι ένα μεσαίου μεγέθους κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσημη γλώσσα της είναι η Ουγγρική, που είναι η ευρύτερα ομιλούμενη Ουραλική γλώσσα, και μια από τις λίγες μη Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, που ομιλούνται ευρέως στην Ευρώπη. Πρωτεύουσα κα...Διαβάστε περισσότερα

Η Ουγγαρία (ουγγρικά: Magyarország) είναι χώρα που βρίσκεται στη νοτιοανατολική περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Έχει ως πρωτεύουσα τη Βουδαπέστη, επίσημη γλώσσα τα ουγγρικά και ως νόμισμα το φόριντ. Η σημαία της αποτελείται από τρεις οριζόντιες λωρίδες, κόκκινη, άσπρη και πράσινη και ο εθνικός της ύμνος είναι ο Himnusz. Με επιφάνεια 93.030 τ.χλμ. στη Λεκάνη των Καρπαθίων, εκτείνεται σε 250 χλμ. από τον βορρά στον νότο και σε 524 χλμ. από τα δυτικά στα ανατολικά. Έχει 2.009 χλμ. συνόρων (με την Αυστρία στα δυτικά, τη Σερβία, την Κροατία και τη Σλοβενία στα νότια και στα νοτιοδυτικά, τη Ρουμανία στα νοτιοανατολικά, την Ουκρανία στα βορειοανατολικά και τη Σλοβακία στον βορρά.) Με περίπου 10 εκατομμύρια κατοίκους η Ουγγαρία είναι ένα μεσαίου μεγέθους κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσημη γλώσσα της είναι η Ουγγρική, που είναι η ευρύτερα ομιλούμενη Ουραλική γλώσσα, και μια από τις λίγες μη Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, που ομιλούνται ευρέως στην Ευρώπη. Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της είναι η Βουδαπέστη και άλλες μεγάλες πόλεις οι Ντέμπρετσεν, Σέγκεντ, Μίσκολτς, Πετς και Γκιέρ.

Η περιοχή της σημερινής Ουγγαρίας κατοικήθηκε για αιώνες διαδοχικά από λαούς, όπως οι Κέλτες, οι Ρωμαίοι, Γερμανικά φύλα, Ούννοι, Δυτικοί Σλάβοι και Άβαροι. Τα θεμέλια του Ουγγρικού κράτους τέθηκαν στα τέλη του ένατου αιώνα μ.Χ. από τον Ούγγρο μεγάλο πρίγκιπα Άρπαντ μετά την κατάκτηση της λεκάνης των Καρπαθίων. Ο δισέγγονός του Στέφανος Α΄ ανέβηκε στον θρόνο το 1000, μετατρέποντας το κράτος του σε Χριστιανικό βασίλειο. Τον 12ο αιώνα η Ουγγαρία έγινε περιφερειακή δύναμη, φτάνοντας στο πολιτιστικό και πολιτικό της απόγειο τον 15ο αιώνα. Μετά τη Μάχη του Μόχατς το 1526 η Ουγγαρία καταλήφθηκε εν μέρει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1541–1699). Η χώρα τέθηκε ολόκληρη υπό την κυριαρχία των των Αψβούργων κατά την είσοδο του 18ου αιώνα και αργότερα συνίδρυσε μια Μοναρχία με την Αυστριακή Αυτοκρατορία, σχηματίζοντας την Αυστροουγγαρία, μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη.

Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία κατέρρευσε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Συνθήκη του Τριανόν που ακολούθησε καθόρισε τα σημερινά σύνορα της Ουγγαρίας, με αποτέλεσμα την απώλεια του 71% του εδάφους της, του 58% του πληθυσμού της και του 32% των Ούγγρων.Μετά την ταραχώδη περίοδο του μεσοπολέμου η Ουγγαρία εντάχθηκε στις Δυνάμεις του Άξονα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπέστη σημαντικές καταστροφές και απώλειες. Η μεταπολεμική Ουγγαρία έγινε ένα κράτος-δορυφόρος της Σοβιετικής Ένωσης, που συνέβαλε στην εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας που διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες (1949 –1989). Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1956 ενάντια στην υποστηριζόμενη από τους Σοβιετικούς κυβέρνηση, η Ουγγαρία έγινε ένα συγκριτικά πιο ελεύθερο, αν και ακόμη καταπιεστικό, μέλος του Ανατολικού Μπλοκ. Το κρίσιμο άνοιγμα των προηγουμένως αυστηρά ελεγχόμενων συνόρων με την Αυστρία το 1989 επιτάχυνε την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και, στη συνέχεια, της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 23 Οκτωβρίου 1989 η Ουγγαρία έγινε δημοκρατική κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Η Ουγγαρία θεωρείται ανεπτυγμένη χώρα με οικονομία υψηλού εισοδήματος και πολύ υψηλό Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης. Οι Ούγγροι απολαμβάνουν καθολική υγειονομική περίθαλψη και δευτεροβάθμια εκπαίδευση χωρίς δίδακτρα. Η πολιτιστική ιστορία της Ουγγαρίας περιλαμβάνει σημαντικές συνεισφορές στις τέχνες, τη μουσική, τη λογοτεχνία, τον αθλητισμό, την επιστήμη και την τεχνολογία. Είναι ο δέκατος τρίτος δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός στην Ευρώπη, προσελκύοντας 15,8 εκατομμύρια ξένους τουρίστες το 2017, λόγω αξιοθέατων όπως το μεγαλύτερο σύστημα ιαματικών πηγών σπηλαίων στον κόσμο, η δεύτερη μεγαλύτερη θερμική λίμνη, η μεγαλύτερη λίμνη στην Κεντρική Ευρώπη και τα μεγαλύτερα λιβάδια στην Ευρώπη.

Η πολιτιστική, ιστορική και ακαδημαϊκή διάκριση της Ουγγαρίας την καθιστά μεσαία δύναμη στις παγκόσμιες υποθέσεις. Η Ουγγαρία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 και ανήκει στις Χώρες του Σένγκεν από το 2007. Είναι μέλος πολλών διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών, του ΝΑΤΟ, του ΠΟΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Διεθνούς Τράπεζας Επενδύσεων, της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων Υποδομών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ομάδας Βίσεγκραντ.

Διαθέτει μια καπιταλιστικού τύπου οικονομία με έναν δημόσιο τομέα που συνεχίζει να παραμένει σημαντικός. Όπως πολλές πρώην σοσιαλιστικές χώρες, το παραγωγικό της μοντέλο για πολλά χρόνια κυριαρχούνταν από τη βιομηχανία (κατασκευή φορτηγών, λεωφορείων, σιδηροδρομικού εξοπλισμού και μηχανών στα πλαίσια της Κομεκόν). Η αγροτική δυναμικότητά της είναι πολύ αυξημένη αλλά ο συγκεκριμένος τομέας έχασε ένα σημαντικό μέρος των εργατικών του χεριών στον βωμό του εκσυγχρονισμού του. Όπως αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η ουγγρική οικονομία έχει τριτογενοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό τα τελευταία χρόνια. Η Ουγγαρία, τέλος, διακρίνεται στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής καινοτομίας. Μετρά μεγάλο αριθμό βραβείων Νόμπελ αναλογικά με τον πληθυσμό της και οι επιστημονικές ανταλλαγές της είναι υψηλού επιπέδου. Παλιά η Ουγγαρία είχε και μια μεγάλη εβραϊκή κοινότητα, που αριθμούσε πάνω από 400.000 άτομα μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε σημαντική παρουσία σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής της χώρας.

More about Ουγγαρία

Basic information
Population, Area & Driving side
  • Population 9599744
  • Area 93036
  • Driving side right
Ιστορικό
  • Αρχαία ιστορία  Ο Μέγας Πρίγκιπας Άρπαντ διασχίζει τα Καρπάθια. Λεπτομέρεια της Άφιξης των Ούγγρων, του τεράστιου (1.800 τ.μ.) πανοραμικού καμβά του Αρπαντ Φέστυ και των βοηθών του, ζωγραφισμένου για τον εορτασμό της 1000ης επετείου της κατάκτησης της Ουγγαρίας από τους Μαγιάρους, που εκτίθεται στο Πάρκο Εθνικής Κληρονομιάς Οπουστάσερ

    Δείτε επίσης: Ιστορία της Ουγγαρίας πριν από την Ουγγρική κατάκτηση

    Η παρουσία κατά τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο του ανθρώπου της Χαϊδελβέργης αποδεικνύεται από την ανακάλυψη του απολιθώματος Σάμου, που χρονολογείται πριν περίπου 300.000 χρόνια, με ίχνη κατοίκησης μέχρι και πριν 500.000 χρόνια. Η παρουσία ανατομικά νεότερων ανθρώπων χρονολογείται πριν από 33.000 χρόνια (Αουριγνακιανή). Η Νεολιθική περίοδος ξεκίνησε με τους πολιτισμούς Στάρτσεβο και Κέρες-Κρις περί το 6000 π.Χ. Η Εποχή του Χαλκού ξεκίνησε με τον πολιτισμό Βούτσεντολ (Μάκο) περί το 3000 π.Χ.

    Η Εποχή του Σιδήρου ξεκίνησε περίπου το 800 π.Χ. και συνδέεται με Θρακο-Κιμμερικούς τύπους τεχνουργημάτων, που αντιπροσωπεύουν την αλληλεπικάλυψη προσκυθικών (πολιτισμός Νοβοτσερκάσκ) και προκελτικών (πολιτισμός Χάλστατ) πολιτισμών. Η κατοχή από τον πολιτισμό Χάλστατ της δυτικής Υπερδουναβίας είναι εμφανής από το 750 π.Χ. Η αρχαία ελληνική εθνογραφία εντοπίζει στην περιοχή τους Αγάθυρσους και τους Σινδούς. Τον 4ο αιώνα π.Χ. η Λεκάνη της Παννονίας καταλήφθηκε από τους Παννονίους (θεωρούμενους Ιλλυρική ομοσπονδία φυλών) και από Κέλτες (Ταυρίσκοι). Μετά το 279 π.Χ. οι Κέλτες Σκορδίσκοι, μετά την ήττα τους στους Δελφούς, εγκαταστάθηκαν στη νότια Υπερδουναβία. Στο βορειοανατολικό τμήμα της λεκάνης των Καρπαθίων έφτασαν οι Βόιοι τον 2ο αιώνα π.Χ.

    Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέκτησε το έδαφος δυτικά του ποταμού Δούναβη μεταξύ 35 και 9 π.Χ. Από το 9 π.Χ. έως το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. η Παννονία, το δυτικό τμήμα της Λεκάνης των Καρπαθίων, ανήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στα τελικά στάδια της επέκτασης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στους πρώτους αιώνες μ.Χ., η λεκάνη των Καρπαθίων περιήλθε υπό τη μεσογειακή επιρροή του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού για σύντομο χρονικό διάστημα - τα κέντρα της πόλης, οι πλακόστρωτοι δρόμοι και οι γραπτές πηγές ήταν όλα μέρος της προόδου που τερματίστηκε από τη «μετανάστευση των λαών» που χαρακτήριζε τον Πρώιμο Μεσαίωνα στην Ευρώπη. Οι Γότθοι εγκαταστάθηκαν στη Δακία τον 4ο αιώνα.

    Μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα μ.Χ. υπό την πίεση της μετανάστευσης των Γερμανικών φυλών και των Κάρπων, η Περίοδος των Μεταναστεύσεων συνέχισε να φέρνει πολλούς εισβολείς στην κεντρική Ευρώπη, ξεκινώντας από την Αυτοκρατορία των Ούννων (περίπου 370-446). Μετά τη διάλυση αυτής οι Οστρογότθοι, που ήταν υποτελείς στους Ούννους, ίδρυσαν το δικό τους Βασίλειο. Άλλες ομάδες που έφτασαν στη Λεκάνη των Καρπαθίων κατά την Περίοδο των Μεταναστεύσεων ήταν οι Γέπιδες, οι Λομβαρδοί και οι Σλάβοι. Στη δεκαετία του 560 οι Άβαροι ίδρυσαν το δικό τους Χανάτο,[1] ένα κράτος που διατήρησε την κυριαρχία στην περιοχή για περισσότερο από δύο αιώνες και είχε τη στρατιωτική δύναμη να ξεκινήσει επιθέσεις εναντίον των γειτονικών του αυτοκρατοριών. Το Χανάτο των Αβάρων αποδυναμώθηκε από τους συνεχείς πολέμους και τις εξωτερικές πιέσεις και οι Φράγκοι υπό τον Καρλομάγνο νίκησαν τους Αβάρους σε μια σειρά εκστρατειών τη δεκαετία του 790. Στα μέσα του 9ου αιών, το Πριγκιπάτο του Μπάλατον, επίσης γνωστό ως Κάτω Πανόνια, ιδρύθηκε ως μια Φραγκική παραμεθόρια επαρχία.

     Η Βουλγαρία υπό τον Χαν Κρούμο

    Το 803 ο Κρούμος έγινε Χαν της Βουλγαρίας. Ο νέος δυναμικός ηγεμόνας έστρεψε την προσοχή του στα βορειοδυτικά όπου οι παλιοί εχθροί της Βουλγαρίας, οι Άβαροι, αντιμετώπιζαν δυσκολίες και αποτυχίες έναντι των Φράγκων υπό τον Καρλομάγνο. Μεταξύ 804 και 806 οι Βουλγαρικές στρατιές εξόντωσαν στρατιωτικά τους Αβάρους και διέλυσαν το κράτος τους. Ο Κρούμος απέκτησε τα ανατολικά τμήματα του πρώην Χανάτου των Αβάρων και την κυριαρχία επί των τοπικών Σλαβικών φυλών. Η επικράτεια της Βουλγαρίας διπλασιάστηκε από τον μέσο Δούναβη στα βόρεια της Βουδαπέστης μέχρι τον Δνείστερο, αν και η κατοχή της Τρανσυλβανίας είναι αμφισβητούμενη. Το 813 ο Χαν Κρούμος κατέλαβε την Αδριανούπολη και λεηλάτησε ολόκληρη την Ανατολική Θράκη. Πήρε 50.000 αιχμάλωτους και τους εγκατέστησε στη Βουλγαρία κατά μήκος του Δούναβη.

    Μεσαιωνική ιστορία  Ουγγρικές επιδρομές στην Ευρώπη τον 10ο αιώναΚατάκτηση και πρώιμο πριγκιπάτο (895-1000)

    Η Μαγυαρική κατάκτηση ξεκίνησε στα τέλη του 9ου αιώνα, με μια σειρά επιδρομών από το 892 έως το 895. Μια ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Βουλγαρίας και των νομαδικών Ούγγρων ανάγκασε τους τελευταίους να αποχωρήσουν από τις στέπες του Πόντου και άρχισαν την κατάκτηση της Λεκάνης των Καρπαθίων γύρω στο 895. Οι Μαγυάροι (Ούγγροι) κατέστρεψαν τη Μεγάλη Μοραβία και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λεκάνη της Παννονίας το 907. Το όνομα Ουγγαρία προέρχεται από την ονομασία Ούγγροι για τους Μαγυάρους, που καταγράφηκε για πρώτη φορά σε βυζαντινές πηγές του 9ου αιώνα.[2]

    Ο Άρπαντ ήταν ο ηγέτης που ενοποίησε τις Μαγυαρικές φυλές μέσω του Συμφώνου του Αίματος (Ουγγρικά: Vérszerződés), σφυρηλατώντας αυτό που στη συνέχεια έγινε γνωστό ως ουγγρικό έθνος.[3] Οδηγούσε το νέο έθνος στη Λεκάνη των Καρπαθίων τον 9ο αιώνα.[3] Μεταξύ 895 και 902 ολόκληρη η περιοχή της Λεκάνης των Καρπαθίων κατακτήθηκε από τους Ούγγρους.[4]

     Το πρώτο ουγγρικό νόμισμα. Κόπηκε από το Δούκα Γκέζα γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 970.

    Ένα πρώιμο Ουγγρικό κράτος δημιουργήθηκε σε αυτά τα εδάφη το 895. Η στρατιωτική δύναμή του επέτρεψε στους Ούγγρους να διεξάγουν επιτυχημένες άγριες εκστρατείες και επιδρομές μέχρι τα εδάφη της σύγχρονης Ισπανίας.[5] Η ήττα στη Μάχη του Λέχφελντ το 955 σηματοδότησε το τέλος των επιδρομών σε δυτικά εδάφη, αν και συνέχισαν σε εδάφη που ελέγχονταν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έως το 970, και οι δεσμοί μεταξύ των φυλών αποδυναμώθηκαν. Ο Πρίγκιπας (fejedelem) Γκέζα της δυναστείας των Άρπαντ, που κυβερνούσε μόνο τμήμα της ενιαίας χώρα, ήταν κατ' όνομα κύριος και των επτά Μαγυαρικών φυλών. Στόχος του ήταν να ενσωματώσει την Ουγγαρία στη χριστιανική Δυτική Ευρώπη με την ανοικοδόμηση του κράτους σύμφωνα με τα δυτικά πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα.

    Ο Γκέζα εγκαθίδρυσε μια δυναστεία ονομάζοντας διάδοχό του τον γιο του Βάικ (αργότερα Βασιλιά Στέφανο Α΄ της Ουγγαρίας). Αυτή η απόφαση ήταν αντίθετη με την παράδοση της εποχής να διαδέχεται τον ηγεμόνα το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της κυβερνώσας οικογένειας. Με το προγονικό δικαίωμα τον θρόνο θα έπρεπε να δικαιούται ο πρίγκιπας Κόπανυ, το πρεσβύτερο μέλος της δυναστείας, αλλά αντί για αυτό ο Γκέζα επέλεξε να τον διαδεχθεί ο πρωτότοκος γιος του. Ο Κόπανυ δεν απεμπόλησε τα προγονικά του δικαιώματα αμαχητί. Μετά τον θάνατο του Γκέζα το 997 πήρε τα όπλα και πολλοί στην Υπερδουναβία τον ακολούθησαν. Οι επαναστάτες ισχυρίστηκαν ότι εκπροσωπούσαν την παλιά πολιτική τάξη, τα αρχαία ανθρώπινα δικαιώματα, τη φυλετική ανεξαρτησία και την παγανιστική πίστη, αλλά δεν επικράτησαν. Ο Στέφανος πέτυχε μια αποφασιστική νίκη επί του θείου του Κόπανυ και τον σκότωσε.

     Ο Βασιλιάς Στέφανος Α΄ της Ουγγαρίας, προστάτης άγιος των Βασιλέων (από το Chronicon Hungariae Pictum).Το Πατρογονικό Βασίλειο (1000-1301) 11th-century Hungary Το Βασίλειο της Ουγγαρίας τη δεκαετία του 1090.

    Η Ουγγαρία αναγνωρίσθηκε ως Αποστολικό Βασίλειο υπό τον Άγιο Στέφανο Α΄. Ο Στέφανος ήταν γιος του Γκέζα[6] και έτσι απόγονος του Άρπαντ.

    Ο Στέφανος στέφθηκε με το Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας την πρώτη μέρα του 1000 μ.Χ. (1 Ιανουαρίου) στην πρωτεύουσα. Ο Πάπας Σιλβέστρος Β΄ του απένειμε το δικαίωμα να φέρει μπροστά του τον σταυρό, με πλήρη διοικητική εξουσία επί των επισκόπων και των εκκλησιών. Το 1006 ο Στέφανος είχε παγιώσει την εξουσία του εξαλείφοντας όλους τους αντιπάλους του, που ήθελαν είτε να ακολουθήσουν τις παλιές παγανιστικές παραδόσεις είτε μια συμμαχία με την Ανατολική Χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στη συνέχεια ξεκίνησε σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, για να μετατρέψει την Ουγγαρία σε δυτικό φεουδαρχικό κράτος, με υποχρεωτικό εκχριστιανισμό. Ο Στέφανος δημιούργησε ένα δίκτυο 10 επισκοπικών και 2 αρχιεπισκοπικών εδρών και διέταξε την ανέγερση μοναστηριών, εκκλησιών και καθεδρικών. Τις παλαιότερες εποχές η Ουγγρική γλώσσα, μέλος της οικογένειας των Ουραλικών γλωσσών, γραφόταν με μια γραφή ρουνικής μορφής. Υπό τον Στέφανο η χώρα στράφηκε στο Λατινικό αλφάβητο και η Λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα της από το 1000 έως το 1844. Ο Στέφανος ακολούθησε το Φραγκικό διοικητικό μοντέλο. Όλη η χώρα διαιρέθηκε σε κομητείες (megyek), καθεμία υπό ένα βασιλικό αξιωματούχο, λεγόμενο ίσπαν (ισοδύναμο με τον τίτλο κόμης) και αργότερα foispan. Αυτός ο αξιωματούχος εκπροσωπούσε την εξουσία του βασιλιά, κυβερνούσε τους υπηκόους του και συνέλεγε τους φόρους που σχημάτιζαν το εθνικό εισόδημα. Κάθε ίσπαν διατηρούσε μια ένοπλη δύναμη ελεύθερων ανδρών στην οχυρωμένη έδρα του ("castrum" ή "var").

    Μετά το Μεγάλο Σχίσμα μεταξύ της Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής και της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1054 η Ουγγαρία θεώρησε εαυτήν ως το ανατολικότερο προπύργιο του Δυτικού πολιτισμού, χαρακτηρισμό που επιβεβαιώθηκε τον 15ο αιώνα από τον Πάπα Πίο Β΄, που εκφράσθηκε στον Φρειδερίκο Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τα λόγια "η Ουγγαρία είναι η ασπίδα του Χριστιανισμού και η προστάτις του Δυτικού πολιτισμού".[7]

    Η δυναστεία των Άρπαντ έδωσε μονάρχες όλο τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Ο Βασιλιάς Μπέλα Γ΄ (β. 1172-1192) ήταν ο πλουσιότερος και ισχυρότερος ηγεμόνας της δυναστείας, με ετήσιο εισόδημα ισοδύναμο 23.000 κιλών καθαρού αργύρου. Αυτό ήταν μεγαλύτερο εκείνου του Γάλλου βασιλιά (εκτιμώμενου σε περίπου 17.000 κιλά) και διπλάσιο εκείνου του Αγγλικού στέμματος.[8]Το 1195 ο Μπέλα επέκτεινε το Ουγγρικό βασίλειο προς τα δυτικά και τα νότια στη Βοσνία και τη Δαλματία και την κυριαρχία του στη Σερβία, διαδικασία που συνέβαλε στην αποδυνάμωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη μείωση της επιρροής της στην περιοχή των Βαλκανίων. [9]

     Το Χρυσόβουλο του 1222

    Η Ουγγαρία γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθιση τον 12ο αιώνα μ. Χ. καθώς έγινε κέντρο εμπορίου και ενδιάμεσος σταθμός όσων ταξίδευαν στους Αγίους Τόπους είτε ως προσκυνητές είτε ως πολεμιστές.

    Οι αρχές του 13ου αιώνα στην Ουγγαρία σημαδεύτηκαν από τη βασιλεία του Βασιλιά Ανδρέα Β΄, που ανέβηκε στον θρόνο το 1205 και πέθανε το 1235. Το 1235 παραχώρησε το Μπούρτσενλαντ (στην Τρανσυλβανία) στους Τεύτονες Ιππότες, αλλά το 1225 τους έδιωξε από εκεί, γιατί έπρεπε να πάνε στη Βαλτική Θάλασσα. Ο Ανδρέας δημιούργησε τον μεγαλύτερο βασιλικό στρατό στην ιστορία των Σταυροφοριών (20.000 ιππότες και 12.000 καστροφρουροί), όταν ηγήθηκε της Ε΄ Σταυροφορίας στους Αγίους Τόπους. Το 1224 εξέδωσε το Diploma Andreanum ή Χρυσό Χάρτη των Τρανσυλβανών Σαξόνων, που ενοποίησε και εξασφάλισε τα προνόμια των Σαξόνων της Τραβσυλβανίας.

    Το Χρυσόβουλο του 1222 ήταν το πρώτο σύνταγμα στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Το ουγγρικό ισοδύναμο της αγγλικής Μάγκνα Κάρτα, το Χρυσόβουλο - στο οποίο κάθε Ούγγρος βασιλιάς έπρεπε στο εξής να ορκιστεί - είχε ένα διττό στόχο, που περιόριζε τη βασιλική εξουσία. Αφ' ενός επιβεβαίωνε εκ νέου τα δικαιώματα των κατώτερων ευγενών των παλαιών και νέων τάξεων των βασιλικών υπαλλήλων (servientes regis), έναντι τόσο του στέμματος όσο και των μεγαλοφεουδαρχών. Αφ' ετέρου υπερασπιζόταν τα δικαιώματα όλου του έθνους έναντι του στέμματος, περιορίζοντας τις εξουσίες του σε ορισμένους τομείς και καθιστώντας νόμιμη την ανυπακοή στις παράνομες/αντισυνταγματικές εντολές του (ius resistendi). Οι κατώτεροι ευγενείς άρχισαν επίσης να παρουσιάζονται στον Ανδρέα με τα παράπονά τους, πρακτική που εξελίχθηκε στον θεσμό του κοινοβουλίου ή Δίαιτας. Η Ουγγαρία έγινε η πρώτη χώρα όπου ένα κοινοβούλιο υπερείχε έναντι της βασιλείας. Η σημαντικότερη νομική ιδεολογία ήταν το Δόγμα του Ιερού Στέμματος. Η σημαντικότερη αρχή του Δόγματος ήταν η πεποίθηση ότι η κυριαρχία ανήκε στο ευγενές έθνος (όπως εκπροσωπείται από το Ιερό Στέμμα). Τα μέλη του Ιερού Στέμματος ήταν οι πολίτες των χωρών του Στέμματος και κανένας πολίτης δεν μπορούσε να αποκτήσει απόλυτη εξουσία επί των άλλων. Το έθνος μπορούσε να μοιραστεί μερική μόνο πολιτική εξουσία με τον ηγεμόνα.

    Μογγολικές εισβολές  Το Βασίλειο της Ουγγαρίας περί το 1250.

    Το 1241-1242 το βασίλειο της Ουγγαρίας υπέστη βαρύ πλήγμα από τη Μογγολική εισβολή στην Ευρώπη. Μετά την εισβολή των Μογγόλων στην Ουγγαρία το 1241 ο Ουγγρικός στρατός υπέστη συντριπτική ήττα στη μάχη του Μόχι. Ο Βασιλιάς Μπέλα Δ΄ πρώτα εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης και στη συνέχεια τη χώρα, όταν οι Μογγόλοι τον καταδίωξαν μέχρι τα σύνορά της. Πριν από την αποχώρηση των Μογγόλων μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε αφανισθεί. Πράγματι ιστορικοί εκτιμούν τις απώλειες μεταξύ 20 και 50 τοις εκατό.[10][11][12] Στις πεδιάδες 50 έως 80 % των οικισμών καταστράφηκαν.[13] Μόνο κάστρα, ισχυρά οχυρωμένες πόλεις και μοναστήρια μπόρεσαν να αντέξουν τις επιθέσεις, καθώς οι Μογγόλοι δεν είχαν χρόνο για μακρές πολιορκίες, ο σκοπός τους ήταν να πάνε προς τα δυτικά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Οι πολιορκητικές μηχανές και οι Κινέζοι και Πέρσες μηχανικοί που τις χειρίζονταν είχαν αφεθεί στη Ρωσία. [14] Η ερήμωση που προκλήθηκε από τις Μογγολικές εισβολές οδήγησε αργότερα σε πρόσκληση σε εποίκους από άλλα μέρη της Ευρώπης, ιδιαίτερα τη Γερμανία.

    Κατά τη διάρκεια της Μογγολικής εισβολής στη Ρωσία (1237-1242) 40.000 Κουμάνοι, μέλη μιας νομαδικής φυλής των παγανιστών Κιπτσάκων εκδιώχθηκαν δυτικά των Καρπαθίων.[15] Εκεί οι Κουμάνοι έκαναν έκκληση για προστασία στον Βασιλιά Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας.[16] Ο Ιρανικός λαός των Γιας ήρθε στην Ουγγαρία μαζί με τους Κουμάνους, όταν αυτοί ηττήθηκαν από τους Μογγόλους. Οι Κουμάνοι αποτελούσαν ίσως το 7-8 % του πληθυσμού της Ουγγαρίας κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.[17] Με το πέρασμα των αιώνων αφομοιώθηκαν πλήρως στον ουγγρικό πληθυσμό και η γλώσσα τους εξαφανίστηκε, αλλά διατήρησαν την ταυτότητά τους και την περιφερειακή τους αυτονομία μέχρι το 1876.[18]

    Ως συνέπεια των Μογγολικών εισβολών ο Βασιλιάς Μπέλα διέταξε την κατασκευή εκατοντάδων κάστρων και οχυρώσεων από πέτρα για την άμυνα έναντι δεύτερης Μογγολικής εισβολής. Οι Μογγόλοι επέστρεψαν πράγματι στην Ουγγαρία το 1286, αλλά το νεόδμητο σύστημα πέτρινων κάστρων και οι νέες στρατιωτικές τακτικές, που ενέπλεκαν υψηλότερο ποσοστό βαριά οπλισμένων ιπποτών, τους αναχαίτισαν. Η επιτιθέμενη δύναμη των Μογγόλων ηττήθηκε κοντά στην Πέστη από τον βασιλικό στρατό του Βασιλιά Λαδίσλαου Δ΄, ενώ επόμενες εισβολές απωθήθηκαν επίσης εύκολα.

    Τα κάστρα που κατασκεύασε ο Μπέλα Δ αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμα τους επόμενους αιώνες στους πολύχρονους αγώνες κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εν τούτοις οι δαπάνες της ανέγερσής τους χρέωσαν τον Ούγγρο βασιλιά στους φεουδάρχες γαιοκτήμονες και έτσι η βασιλική εξουσία, που είχε ανακτήσει ο Μπέλα Δ μετά τη σημαντική αποδυνάμωσή της επί του πατέρα του Ανδρέα Β, διεσπάρη για μια ακόμη φορά στους κατώτερους ευγενείς.

    Ύστερη μεσαιωνική περίοδος (1301-1526) Η διαδοχή των Άρπαντ  Χάρτης των χωρών που κυβερνούσε ο Λουδοβίκος

    Μετά από μια καταστροφική περίοδο μεσοβασιλείας (1301-1308) ο πρώτος Ανδεγαυός βασιλιάς της Ουγγαρίας, ο Κάρολος Α΄ ("Κάρολος ο Μέγας") αποκατέστησε με επιτυχία τη βασιλική εξουσία και νίκησε τους ολιγαρχικούς αντιπάλους του, γνωστούς ως "μικρούς βασιλιάδες". Απόγονος της δυναστείας των Άρπαντ από τη γυναικεία γραμμή, βασίλευσε μεταξύ 1308 και 1342. Η νέα φορολογική, τελωνειακή και νομισματική του πολιτική αποδείχτηκε επιτυχής.

    Μία από τις κύριες πηγές της εξουσίας του νέου βασιλιά ήταν ο πλούτος που προήλθε από τα ορυχεία χρυσού της ανατολικής και βόρειας Ουγγαρίας. Η παραγωγή έφτασε τελικά τη σημαντική ποσότητα των 3.000 λιβρών (1350 κιλά) χρυσού ετησίως - το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής του τότε γνωστού κόσμου και πενταπλάσια από εκείνη οποιουδήποτε άλλου ευρωπαϊκού κράτους.[19][20] Ο Κάρολος συνήψε επίσης συμμαχία με τον Πολωνό βασιλιά Καζίμιρ Γ΄ τον Μέγα. Μετά την Ιταλία η Ουγγαρία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία εμφανίστηκε η Αναγέννηση.[21] Δείγμα της προοδευτικότητάς της ήταν η ίδρυση τυπογραφικού πιεστηρίου στη Βούδα το 1472 από τον Άντρας Χες, ένα από τα παλαιότερα εκτός Γερμανίας.

    Ο δεύτερος Ούγγρος Ανδεγαυός βασιλιάς, ο Λουδοβίκος ο Μέγας (β. 1342-1382) επέκτεινε την κυριαρχία του μέχρι την Αδριατική Θάλασσα και κατέλαβε το Βασίλειο της Νάπολης αρκετές φορές. Το 1351 το Χρυσόβουλο του 1222 συμπληρώθηκε με ένα νόμο που όριζε ότι οι πατρογονικές γαίες των ευγενών δεν μπορούσαν να τους αφαιρεθούν και έπρεπε να παραμείνουν στην κατοχή των οικογενειών τους. Έγινε επίσης βασιλιάς της Πολωνίας (β. 1370–1382). Ο επικός ήρωας της ουγγρικής λογοτεχνίας και του πολέμου Μίκλος Τόλντι έζησε επί της βασιλείας του. Ο Λουδοβίκος είχε γίνει δημοφιλής στην Πολωνία λόγω της εκστρατείας του εναντίον των Τατάρων και των παγανιστών Λιθουανών. Με δύο επιτυχημένους πολέμους εναντίον της Βενετίας (1357–1358 και 1378–1381) κατάφερε να προσαρτήσει τη Δαλματία, τη Ραγούσα και άλλα εδάφη στην Αδριατική Θάλασσα. Υποχρεώθηκε επίσης η Βενετία να υψώνει τη σημαία των Ανδεγαυών στην πλατεία του Αγίου Μάρκου τις ημέρες των εορτών. Διατήρησε την ισχυρή επιρροή του στην πολιτική ζωή της Ιταλικής Χερσονήσου για το υπόλοιπο της ζωής του.

    Ορισμένα βαλκανικά κράτη (όπως η Βλαχία, η Μολδαβία, η Σερβία και η Βοσνία) έγιναν υποτελή του, ενώ οι Οθωμανοί Τούρκοι συγκρούονταν με αυτά όλο και συχνότερα. Το 1366 και το 1377 ο Λουδοβίκος ηγήθηκε επιτυχημένων εκστρατειών εναντίον των Οθωμανών (όπως η Μάχη της Νικόπολης (Βουλγαρία) το 1366). Μετά τον θάνατο του Καζίμιρ του Μεγάλου το 1370 ήταν επίσης βασιλιάς της Πολωνίας. Στις πολιτιστικές υποθέσεις σημαντικό έργο του ήταν η ίδρυση πανεπιστημίου στο Πετς το 1367.

    Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος πέθανε χωρίς άνδρα κληρονόμο και μετά από χρόνια εμφυλίου πολέμου ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Σιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (β. 1387–1437), πρίγκιπας του Οίκου του Λουξεμβούργου, ανέβηκε στον θρόνο όταν παντρεύτηκε την κόρη του Λουδοβίκου του Μεγάλου Μαρία της Ουγγαρίας και έγινε επίσημα συμβασιλέας και εδραίωσε την εξουσία του Δεν ήταν εντελώς ανιδιοτελής ο λόγος που μια από τις ενώσεις των βαρόνων τον βοήθησε να πάρει την εξουσία: ο Σιγισμούνδος έπρεπε να πληρώσει για την υποστήριξη των άρχοντων, μεταβιβάζοντάς τους σημαντικό μέρος της βασιλικής περιουσίας. Για μερικά χρόνια το συμβούλιο των βαρόνων κυβερνούσε τη χώρα στο όνομα του Ιερού Στέμματος, ο βασιλιάς ακόμη και φυλακίστηκε για λίγο. Η αποκατάσταση της εξουσίας της κεντρικής διοίκησης χρειάστηκε δεκαετίες.

    Το 1404 ο Σιγισμούνδος παρουσίασε το Placetum Regnum. Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα τα Παπικά χρυσόβουλα και διαγγέλματα δεν μπορούσαν να ανακοινώνονται στην Ουγγαρία χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά. Ο Σιγισμούνδος συγκάλεσε τη Σύνοδο της Κωνσταντίας, που συνεδρίασε μεταξύ 1414 και 1418 για να καταργήσει τους Πάπες στην Αβινιόν και να τερματίσει το Δυτικό Σχίσμα της Καθολικής Εκκλησίας, που λύθηκε με την εκλογή του Πάπα Μαρτίνου Ε΄. Κατά τη μακρά του βασιλεία το βασιλικό κάστρο της Βούδας έγινε πιθανώς το μεγαλύτερο γοτθικό ανάκτορο του ύστερου Μεσαίωνα.

    Μετά τον θάνατο του Σιγισμούνδου το 1437 ο γαμπρός του, Αλβέρτος Β΄ της Γερμανίας, ανέλαβε τον τίτλο του Βασιλιά της Ουγγαρίας, αλλά πέθανε το 1439. Λίγο πριν τον θάνατό του ολοκληρώθηκε η πρώτη μετάφραση της Αγίας Γραφής στα Ουγγρικά. Επί ένα εξάμηνο το 1437 διήρκεσε μια αντιφεουδαρχική και αντικληρική εξέγερση αγροτών στην Τρανσυλβανία, έντονα επηρεασμένη από τις ιδέες των Χουσιτών.

    Από μια οικογένεια κατώτερων ευγενών της Τρανσυλβανίας, ο Ιωάννης Ουνυάδης έγινε ένας από τους ισχυρότερους άρχοντες της χώρας, χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες ως διοικητή μισθοφόρων. Το 1446 το κοινοβούλιο τον εξέλεξε κυβερνήτη (1446-1453) και στη συνέχεια αντιβασιλέα (1453-1456). Ήταν ένας επιτυχημένος σταυροφόρος ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους, με μια από τις μεγαλύτερες νίκες του την Πολιορκία του Βελιγραδίου το 1456. Ο Ουνυάδης υπερασπίστηκε την πόλη ενάντια στην επίθεση του Οθωμανού Σουλτάνου Μωάμεθ Β΄. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Πάπας Κάλλιστος Γ΄ διέταξε τις καμπάνες όλων των εκκλησιών της Ευρώπης να χτυπούν κάθε μέρα το μεσημέρι ως πρόσκληση για τους πιστούς να προσεύχονται για τους υπερασπιστές της πόλης. Ωστόσο σε πολλές χώρες (όπως η Αγγλία και τα Ισπανικά βασίλεια) τα νέα της νίκης έφτασαν πριν από τη διαταγή και οι κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών το μεσημέρι μετατράπηκαν σε εορτασμό της νίκης. Οι Πάπες δεν απέσυραν τη διαταγή και οι Καθολικές (και οι παλαιότερες Προτεσταντικές) εκκλησίες χτυπούν ακόμα το μεσημέρι στον Χριστιανικό κόσμο μέχρι σήμερα.[22]

    Ματθίας Κορβίνος  Δυτικές κατακτήσεις του Ματθία Κορβίνου.

    Ο τελευταίος ισχυρός βασιλιάς της Ουγγαρίας ήταν ο Ματθίας Κορβίνος (β. 1458–90), γιος του Ιωάννη Ουνυάδη. Η ενθρόνισή του αποτέλεσε την πρώτη φορά στην ιστορία του μεσαιωνικού Ουγγρικού βασιλείου, που ένα μέλος της αριστοκρατίας χωρίς δυναστική καταγωγή ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο. Παρόλο που ήταν πολύ διακεκριμένος κυβερνήτης του βασιλείου της Ουγγαρίας, ο πατέρας του Ιωάννη Ουνυάδη Ματθίας δεν στέφθηκε ποτέ βασιλιάς ούτε σύναψε δυναστικό γάμο. Ο Ματθίας ήταν ένας πραγματικός πρίγκιπας της Αναγέννησης: επιτυχημένος στρατιωτικός ηγέτης και κυβερνήτης, εξαιρετικός γλωσσολόγος, έμπειρος αστρολόγος και φωτισμένος προστάτης των τεχνών και της μάθησης.[23] Αν και συγκαλούσε τακτικά τη Δίαιτα και επέκτεινε την εξουσία των κατώτερων ευγενών στις επαρχίες, άσκησε απόλυτη εξουσία στην Ουγγαρία μέσω μιας τεράστιας κοσμικής γραφειοκρατίας.[24]

    Ο Ματθίας ξεκίνησε τη δημιουργία ενός κράτους, που επεκτάθηκε προς τα νότια και τα βορειοδυτικά, ενώ εφάρμοσε επίσης εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Οι δουλοπάροικοι θεώρησαν τον Ματθία δίκαιο κυβερνήτη, γιατί τους προστάτευε από τις υπερβολικές απαιτήσεις και άλλες καταχρήσεις των φεουδαρχών. Όπως και ο πατέρας του ήθελε να ενισχύσει το βασίλειο της Ουγγαρίας σε σημείο που να μπορέσει να γίνει η κορυφαία περιφερειακή δύναμη, ουσιαστικά αρκετά ισχυρή για να απωθήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προς τον σκοπό αυτό έκρινε απαραίτητο να κατακτήσει μεγάλα τμήματα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[25] Ο μόνιμος μισθοφορικός στρατός του ονομάστηκε Μαύρος Στρατός της Ουγγαρίας (Ουγγρικά: Fekete Sereg). Ήταν ένας ασυνήθιστα μεγάλος στρατός για την εποχή του και πέτυχε μια σειρά νίκες στον Αυστροουγγρικό Πόλεμο (1477-1488), καταλαμβάνοντας τμήματα της Αυστρίας (συμπεριλαμβανομένης της Βιέννης) το 1485, καθώς και τμήματα της Βοημίας στον Βοημικό Πόλεμο του 1477–88. Το 1467 ο Ματθίας και ο Μαύρος Στρατός του πολέμησαν εναντίον της Μολδαβίας. Σε αυτήν την περίπτωση η απόπειρα επέκτασης των ουγγρικών εδαφών δεν ήταν επιτυχής, καθώς ο Ματθίας ηττήθηκε στη Μάχη της Μπάια.[26] Το 1479 ωστόσο ο Ουγγρικός στρατός κατέστρεψε τα Οθωμανικά και τα Βλάχικα στρατεύματα στη μάχη του Κενιέρμεζεϊ υπό την ηγεσία του στρατηγού Παλ Κίνισι. Η βιβλιοθήκη του Ματθία, η Κορβινιανή Βιβλιοθήκη, ήταν η μεγαλύτερη συλλογή ιστορικών χρονικών και φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων του 15ου αιώνα και δεύτερη σε μέγεθος μετά τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού στη Ρώμη, που περιείχε κυρίως θρησκευτικά έργα. Η βιβλιοθήκη, που καταστράφηκε το 1526 μετά την ήττα των Ουγγρικών δυνάμεων στο Μόχατς από τους Οθωμανούς, είναι καταχωρημένη ως θέση Παγκόσμιας Μνήμης της UNESCO.[27]

    Ο Ματθίας πέθανε χωρίς νόμιμο διάδοχο, κατάσταση που προκάλεσε σοβαρή πολιτική κρίση στο Ουγγρικό βασίλειο.

    Παρακμή και διαμελισμός

    Τα γεγονότα της περιόδου 1490-1526 στην ουγγρική ιστορία δημιούργησαν συνθήκες που θα οδηγούσαν σε απώλεια ανεξαρτησίας απρόβλεπτη από τους παρατηρητές και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της εποχής. Εκτός από τις εσωτερικές συγκρούσεις το Ουγγρικό κράτος απειλήθηκε σοβαρά από την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 16ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία - ακριβώς νότια της Ουγγαρίας - είχε γίνει το δεύτερο πολυπληθέστερο κράτος στον κόσμο, γεγονός που του επέτρεψε την ανάπτυξη των μεγαλύτερων στρατιών της εποχής. Ωστόσο οι Ούγγροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν είχαν συνειδητοποιήσει όσο θα έπρεπε την απειλή αυτή.

     Ο Λουδοβίκος Β΄ της Ουγγαρίας και Βοημίας - ο νεαρός βασιλιάς, που πέθανε στη Μάχη του Mόχατς, ζωγραφισμένος από τον Τιτσιάνο.

    Αντί να προετοιμάζονται για την άμυνα της χώρας ενάντια στις ξένες δυνάμεις, οι Ούγγροι φεουδάρχες επικεντρώθηκαν πολύ περισσότερο στην απειλή των προνομίων τους από μια ισχυρή βασιλική δύναμη. Μη θέλοντας νέο αποφασιστικό βασιλιά μετά τον θάνατο του άτεκνου Ματθία Κορβίνου, κανόνισαν την άνοδο στον θρόνο του Βασιλιά Βλαδίσλαου Β΄ της Βοημίας, ακριβώς λόγω της διαβόητης αδυναμίας του. Στην πραγματικότητα ήταν γνωστός ως Βασιλιάς Dobzse (από το Τσεχικό Dobře, που σημαίνει "Καλός" ή, χαλαρά, "OK"), για τη συνήθεια του να δέχεται με αυτή τη λέξη κάθε έγγραφο που του παρουσίαζαν. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (1490-1516) η κεντρική εξουσία άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, κυρίως λόγω της διεύρυνσης των φεουδαρχικών εκτάσεων σε βάρος του. Οι φεουδάρχες διέλυσαν επίσης το διοικητικό σύστημα της χώρας που λειτουργούσε τόσο επιτυχώς επί του Ματθία.

    Η άμυνα της χώρας αδυνάτισε καθώς οι συνοριοφύλακες και οι φρουροί των κάστρων έμεναν απλήρωτοι, τα φρούρια κατέρρευσαν και οι πρωτοβουλίες για την αύξηση των φόρων για την ενίσχυση της άμυνας σταμάτησαν. [28] Ο διεθνής ρόλος της Ουγγαρίας αδράνησε, η πολιτική της σταθερότητα κλονίστηκε και η κοινωνική πρόοδος σταμάτησε.

    Το 1514 ο εξασθενημένος και γηρασμένος Βλαδίσλαος αντιμετώπισε μια μεγάλη εξέγερση αγροτών με επικεφαλής τον Γκιέργκι Ντόσα, που συντρίφθηκε ανηλεώς από τους Ούγγρους ευγενείς με επικεφαλής υπό τον Ιωάννη Ζαπόλυα. Η διασάλευση της τάξης που ακολούθησε έστρωσε τον δρόμο στις φιλοδοξίες των Οθωμανών να αποσπάσουν ουγγρικά εδάφη. Το 1521 οι Τούρκοι κατέλαβαν το ισχυρότερο Ουγγρικό φρούριο στον νότο, το Nándorfehérvár (σύγχρονο Βελιγράδι), και το 1526 ο Ουγγρικός στρατός συνετρίβη στη Μάχη του Μόχατς. Ο νεαρός Βασιλιάς Λουδοβίκος Β΄ της Ουγγαρίας και της Βοημίας σκοτώθηκε στη μάχη μαζί με τον αρχηγό του Ουγγρικού στρατού, τον Παλ Τόμορι. Η πρώιμη εμφάνιση του Προτεσταντισμού επιδείνωσε περαιτέρω την εσωτερική ενότητα στην αναρχούμενη χώρα.

    Νεότερη ιστορία Οθωμανικοί πόλεμοι  Το Βασίλειο της Ουγγαρίας, το Πριγκιπάτο της Άνω Ουγγαρίας και το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας τον 17ο αιώνα.

    Αφότου οι Οθωμανοί πέτυχαν την πρώτη τους αποφασιστική νίκη επί του Ουγγρικού στρατού στη Μάχη του Μόχατς το 1526, οι δυνάμεις τους κατέλαβαν μεγάλα τμήματα του βασιλείου της Ουγγαρίας και συνέχισαν την επέκτασή τους μέχρι το 1556. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από πολιτικό χάος. Μια διχασμένη ουγγρική αριστοκρατία εξέλεξε δύο βασιλείς ταυτόχρονα, τον Ιωάννη Ζαπόλυα (β. 1526–1540, ουγγρογερμανικής καταγωγής) και τον Αυστριακό Φερδινάνδο των Αψβούργων (β. 1527–1540). Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των νέων αντιπάλων μοναρχών εξασθένισαν περαιτέρω τη χώρα. Με την τουρκική κατάκτηση της Βούδας το 1541 η Ουγγαρία διασπάστηκε σε τρία μέρη.

     Η Πολιορκία του Έγκερ (1552), στην οποία 2.000 Ούγγροι πολέμησαν εναντίον περίπου 35.000-40.000 Τούρκων πολεμιστών. Η μάχη έληξε με νίκη των Ούγγρων.

    Το βορειοδυτικό τμήμα του παλαιού βασιλείου της Ουγγαρίας (σημερινή Σλοβακία, δυτική Υπερδουναβία και Μπούργκενλαντ, συν τη δυτική Κροατία και τμήματα της σημερινής βορειοανατολικής Ουγγαρίας) παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Αψβούργων ως βασίλειο του Βασιλιά Φερδινάνδου. Αν και αρχικά ήταν ανεξάρτητο, αργότερα θα γινόταν μέρος της Μοναρχίας των Αψβούργων με το άτυπο όνομα Βασιλική Ουγγαρία. Από τότε και στο εξής οι Αψβούργοι Αυτοκράτορες θα στέφονταν και ως Βασιλιάδες της Ουγγαρίας. Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν το βόρειο και δυτικό τμήμα της Ουγγαρίας.

    Το ανατολικό τμήμα του βασιλείου (Πάρτιουμ και Τρανσυλβανία) αρχικά έγινε ανεξάρτητο πριγκιπάτο, αλλά σταδιακά τέθηκε υπό τουρκική κυριαρχία ως υποτελές κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η υπόλοιπη κεντρική περιοχή (το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ουγγαρίας), συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας της Βούδας, έγινε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεγάλο μέρος της γης είχε ερημωθεί από τους συνεχείς πολέμους. Οι περισσότεροι μικροί οικισμοί της Ουγγαρίας αφανίστηκαν. Οι αγροτικοί πληθυσμοί που ζουν στις νέες οθωμανικές επαρχίες μπορούσαν να επιβιώσουν μόνο σε μεγαλύτερους οικισμούς γνωστούς ως πόλεις Khaz, που ανήκαν στον Σουλτάνο και προστατεύονταν απευθείας από αυτόν. Οι Τούρκοι ήταν αδιάφοροι για το χριστιανικό δόγμα που θα ακολουθούσαν οι Ούγγροι υπήκοοί τους.

    Για τον λόγο αυτό η πλειονότητα των Ούγγρων που ζούσαν υπό την Οθωμανική κυριαρχία έγιναν Προτεστάντες (σε μεγάλο βαθμό Καλβινιστές), καθώς οι αντιμεταρρυθμιστικές προσπάθειες των Αψβούργων δεν μπορούσαν να διεισδύσουν στα οθωμανικά εδάφη. Σε μεγάλο βαθμό την περίοδο αυτή το Πόσονι (στα γερμανικά Πρέσμπουργκ, σήμερα Μπρατισλάβα) λειτούργησε ως πρωτεύουσα του βασιλείου της Ουγγαρίας (1536–1784), η πόλη στην οποία στέφονταν οι Ούγγροι βασιλιάδες (1563–1830) και η έδρα της Δίαιτας της Ουγγαρίας (1536–1848). Το Ναγκίσομπατ (σύγχρονη Τρνάβα) λειτούργησε με τη σειρά του ως θρησκευτικό κέντρο από το 1541. Η συντριπτική πλειοψηφία των στρατιωτών που υπηρετούσαν στα οθωμανικά φρούρια στο έδαφος της Ουγγαρίας ήταν Ορθόδοξοι και Μουσουλμάνοι Σλάβοι από τα Βαλκάνια, παρά Τούρκοι.[29] Οι νότιοι Σλάβοι χρησίμευαν επίσης ως ακιντζήδες και άλλα ελαφρά στρατεύματα που προορίζονταν για λεηλασία στο έδαφος της σημερινής Ουγγαρίας. [30]

    Το 1558 η Τρανσυλβανική Δίαιτα του Τούρντα διακήρυξε την ελεύθερη πρακτική τόσο της Καθολικής όσο και της Λουθηρανικής θρησκείας, αλλά απαγόρευσε τον Καλβινισμό. Το 1568 η Δίαιτα επέκτεινε αυτή την ελευθερία, διακηρύσσοντας ότι «Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να εκφοβίσει κανέναν με αιχμαλωσία ή διωγμό για τη θρησκεία του». Τέσσερις θρησκείες κηρύχθηκαν αποδεκτές (resepa), ενώ η Ορθοδοξία ήταν «ανεκτή» (αν και απαγορεύτηκε η οικοδόμηση πέτρινων ορθόδοξων εκκλησιών). Όταν η Ουγγαρία εισήλθε στον Τριακονταετή Πόλεμο του 1618–48 η Βασιλική (Αψβουργική) Ουγγαρία προσχώρησε στο πλευρό των Καθολικών και στη συνέχεια η Τρανσυλβανία εντάχθηκε στο πλευρό των Προτεσταντών.

    Το 1686, δύο χρόνια μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Βούδας, ξεκίνησε μια ανανεωμένη ευρωπαϊκή εκστρατεία για την ανακατάληψη της Ουγγρικής πρωτεύουσας. Αυτή τη φορά ο στρατός του Ιερού Συνασπισμού ήταν διπλάσιος, με περισσότερους από 74.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων Γερμανών, Κροατών, Ολλανδών, Ούγγρων, Άγγλων, Ισπανών, Τσέχων, Ιταλών, Γάλλων, Βουργουνδίων, Δανών και Σουηδών στρατιωτών, μαζί με άλλους Ευρωπαίους εθελοντές, πυροβολητές και αξιωματικούς, και οι Χριστιανικές δυνάμεις κατέκτησαν τη Βούδα με τη δεύτερη πολιορκία της. Η δεύτερη μάχη του Μόχατς (1687) ήταν μια συντριπτική ήττα για τους Τούρκους. Τα επόμενα χρόνια όλα τα πρώην ουγγρικά εδάφη, εκτός από τις περιοχές κοντά στην Τιμισοάρα (Τέμεσβαρ), ξανααποσπάστηκαν από τους Τούρκους. Στο τέλος του 17ου αιώνα η Τρανσυλβανία έγινε και πάλι τμήμα της Ουγγαρίας.[31] Με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς του 1699 αυτές οι εδαφικές αλλαγές αναγνωρίστηκαν επίσημα και το 1718 ολόκληρο το βασίλειο της Ουγγαρίας αφαιρέθηκε από την Οθωμανική κυριαρχία.

    Ως συνέπεια του συνεχούς πολέμου μεταξύ Ούγγρων και Οθωμανών Τούρκων η αύξηση του πληθυσμού σταμάτησε και το δίκτυο των μεσαιωνικών οικισμών με τους αστικοποιημένους κατοίκους τους χάθηκε. Τα 150 χρόνια τουρκικών πολέμων άλλαξαν ριζικά την εθνική σύνθεση της Ουγγαρίας. Ως αποτέλεσμα των δημογραφικών απωλειών, συμπεριλαμβανομένων των απελάσεων και των σφαγών, ο αριθμός των Ούγγρων κατά το τέλος της τουρκικής περιόδου μειώθηκε σημαντικά.[32]

    Εξεγέρσεις κατά των Αψβούργων  Ο Φέρεντς Β΄ Ράκοζι.

    Μεταξύ 1604 και 1711 έγινε μια σειρά εξεγέρσεων κατά της Αυστριακής κυριαρχίας και των περιορισμών στα μη καθολικά θρησκευτικά δόγματα. Με εξαίρεση την τελευταία όλες έλαβαν χώρα στη Βασιλική Ουγγαρία, αλλά συνήθως οργανώνονταν από την Τρανσυλβανία. Της τελευταίας εξέγερσης ηγήθηκε ο Φέρεντς Β΄ Ράκοζι, που ανέλαβε την εξουσία ως "Κυβερνήτης Πρίγκιπας" της Ουγγαρίας μετά τη διακήρυξη εκθρόνισης των Αψβούργων το 1707 από τη Δίαιτα του Όνοντ.

     Το Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας και Οικονομικών της Βουδαπέστης, το παλαιότερο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο στον κόσμο, που ιδρύθηκε το 1782.

    Παρά κάποιες επιτυχίες του αντιαψβουργικού στρατού των Κόρουτς, όπως η παρολίγον σύλληψη του Αυστριακού Αυτοκράτορα Ιωσήφ Α΄ από τον Άνταμ Μπάλογκ, οι επαναστάτες ηττήθηκαν στην αποφασιστική Μάχη του Τρέντσιν το 1708. Όταν οι Αυστριακοί κατέστειλαν την εξέγερση των Κόρουτς ο Ράκοζι βρισκόταν στην Πολωνία. Αργότερα κατέφυγε στη Γαλλία, στη συνέχεια στην Τουρκία και πέθανε στο Τεκίρνταγ (Ραιδεστός). Στη συνέχεια, για να καταστήσουν ανέφικτη την περαιτέρω ένοπλη αντίσταση, οι Αυστριακοί κατεδάφισαν τα περισσότερα κάστρα στα σύνορα των νεοαποκτηθέντων εδαφών, που κατείχαν προγενέστερα οι Οθωμανοί, με τη Βασιλική Ουγγαρία.

    Η Περίοδος των Μεταρρυθμίσεων (1825–1848)

    Ο ουγγρικός εθνικισμός εμφανίστηκε μεταξύ διανοουμένων επηρεασμένων από τον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό. Αυξήθηκε γρήγορα, θέτοντας τα θεμέλια για την επανάσταση του 1848–49. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη Μαγυάρικη γλώσσα, που αντικατέστησε τα Λατινικά ως γλώσσα του κράτους και των σχολείων. [33]

    Τη δεκαετία του 1820 ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β´ υποχρεώθηκε να συγκαλέσει την Ουγγρική Δίαιτα, που εγκαινίασε μια περίοδο μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο η πρόοδος επιβραδύνθηκε από τους ευγενείς που παρέμεναν προσκολλημένοι στα προνόμιά τους (απαλλαγή από φόρους, αποκλειστικά δικαιώματα ψήφου κ.λπ.). Έτσι τα επιτεύγματα ήταν κυρίως συμβολικού χαρακτήρα, όπως η προώθηση της Ουγγρικής γλώσσας.

    Ο Κόμη Ίστβαν Σέτσενι, ο πιο εξέχων πολιτικός του έθνους, αναγνώρισε την επείγουσα ανάγκη για εκσυγχρονισμό και το μήνυμά του έγινε δεκτό από άλλους Ούγγρους πολιτικούς ηγέτες. Το Ουγγρικό κοινοβούλιο συνήλθε πάλι το 1825 για να εξετάσει οικονομικά ζητήματα. Ένα φιλελεύθερο κόμμα εμφανίστηκε εστιάζοντας στους αγρότες και διακηρύσσοντας την κατανόηση των αναγκών των εργατών. Ο Λάγιος Κόσουτ εμφανίστηκε ως ηγέτης των κατώτερων ευγενών στο Κοινοβούλιο.

    Οι Αψβούργοι μονάρχες, επιθυμώντας μια αγροτική, παραδοσιακή Ουγγαρία, προσπάθησαν να εμποδίσουν την εκβιομηχάνιση της χώρας. Μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη ξεκίνησε καθώς το έθνος επικεντρώθηκε στον εκσυγχρονισμό παρά την παρεμπόδιση από τους Αψβούργους όλων των σημαντικών φιλελεύθερων νόμων σχετικά με τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα και των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Πολλοί μεταρρυθμιστές (όπως ο Λάγιος Κόσουτ και ο Μίχαλυ Τάντσιτς) φυλακίστηκαν από τις αρχές.

    Επανάσταση και Πόλεμος της Ανεξαρτησίας  Πίνακας του Μίχαλυ Ζίτσι με τον Σάντορ Πέτεφι να απαγγέλλει το Nemzeti dal (Εθνικό Ύμνο) σε πλήθος στις 15 Μαρτίου 1848

    Στις 15 Μαρτίου 1848 μαζικές διαδηλώσεις στην Πέστη και τη Βούδα επέτρεψαν στους Ούγγρους μεταρρυθμιστές να προωθήσουν ένα κατάλογο Δώδεκα Αιτημάτων. Η Ουγγρική Δίαιτα εκμεταλλεύτηκε τις Επαναστάσεις του 1848 στις περιοχές των Αψβούργων για να θεσπίσει τους Νόμους του Απριλίου, ένα περιεκτικό νομοθετικό πρόγραμμα δεκάδων μεταρρυθμίσεις των πολιτικών δικαιωμάτων. Αντιμέτωπος με την επανάσταση τόσο στη χώρα του όσο και στην Ουγγαρία, ο Αυστριακός Αυτοκράτορας Φερδινάνδος Α΄ στην αρχή αναγκάστηκε να αποδεχθεί τα ουγγρικά αιτήματα. Μετά την καταστολή της Αυστριακής εξέγερσης, ένας νέος αυτοκράτορας, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ αντικατέστησε τον επιληπτικό θείο του Φερδινάνδο. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ απέρριψε όλες τις μεταρρυθμίσεις και άρχισε να εξοπλίζεται εναντίον της Ουγγαρίας. Ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1849, συγκροτήθηκε μια ανεξάρτητη κυβέρνηση της Ουγγαρίας.[34]

    Η νέα κυβέρνηση αποσχίστηκε από την Αυστριακή Αυτοκρατορία.[35] Ο Οίκος των Αψβούργων εκθρονίστηκε από το ουγγρικό τμήμα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και ανακηρύχθηκε η πρώτη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, με τον Λάγιος Κόσουτ ως κυβερνήτη και πρόεδρο. Πρώτος πρωθυπουργός έγινε ο Λάγιος Μπάτιανι. Ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ και οι σύμβουλοί του χειραγώγησαν επιδέξια τις εθνικές μειονότητες του νέου έθνους, τους Κροάτες, τους Σέρβους και τους Ρουμάνους αγρότες, με επικεφαλής ιερείς και αξιωματικούς πιστούς στους Αψβούργους, και τους ώθησαν να επαναστατήσουν ενάντια στη νέα κυβέρνηση. Οι Ούγγροι υποστηρίχθηκαν από τη συντριπτική πλειονότητα των Σλοβάκων, των Γερμανών και των Ρουθήνιων της χώρας και σχεδόν όλους τους Εβραίους, καθώς και από μεγάλο αριθμό Πολωνών, Αυστριακών και Ιταλών εθελοντών.[36]

    Πολλά μέλη των μη ουγγρικών εθνικοτήτων εξασφάλισαν υψηλές θέσεις στον Ουγγρικό Στρατό, όπως για παράδειγμα ο Στρατηγός Γιάνος Ντάμιανιτς, Σέρβος που έγινε εθνικός ήρωας της Ουγγαρίας, διοικώντας το 3ο Ουγγρικό Σώμα Στρατού. Αρχικά οι Ουγγρικές δυνάμεις (Honvédség) κατάφεραν να διατηρήσουν τα εδάφη τους. Τον Ιούλιο του 1849 το Ουγγρικό Κοινοβούλιο διακήρυξε και θέσπισε τα πιο προοδευτικά εθνοτικά και μειονοτικά δικαιώματα στον κόσμο, αλλά ήταν πολύ αργά. Για να καταστείλει την Ουγγρική επανάσταση Φραγκίσκος Ιωσήφ προετοίμασε τα στρατεύματά του εναντίον της Ουγγαρίας και έλαβε βοήθεια από τον "Χωροφύλακα της Ευρώπης", τον Ρώσο Τσάρο Νικόλαο Α΄. Τον Ιούνιο οι Ρωσικές στρατιές εισέβαλαν στην Τρανσυλβανία σε συνεννόηση με Αυστριακές στρατιές που βάδιζαν κατά της την Ουγγαρία από δυτικά μέτωπα, όπου είχαν νικήσει (Ιταλία, Γαλικία και Βοημία).

    Οι Ρωσικές και οι Αυστριακές δυνάμεις συνέτριψαν τον Ουγγρικό στρατό και ο Στρατηγός Αρτουρ Γκέργκεϊ παραδόθηκε τον Αύγουστο του 1849. Ο Αυστριακός στρατηγός Γιούλιους Γιάκομπ φον Χάιναου έγινε τότε κυβερνήτης της Ουγγαρίας για μερικούς μήνες και στις 6 Οκτωβρίου διέταξε την εκτέλεση 13 ηγετών του ουγγρικού στρατού (Οι 13 Μάρτυρες του Αράντ) καθώς και του πρωθυπουργού Μπάτιανι. Ο Λάγιος Κόσουτ αυτοεξορίστηκε.

    Μετά τον πόλεμο του 1848–1849, η χώρα βυθίστηκε σε «παθητική αντίσταση». Ο Αρχιδούκας Αλβέρτος των Αψβούργων διορίστηκε κυβερνήτης του Βασιλείου της Ουγγαρίας και αυτή η εποχή έχει μείνει στη μνήμη για τον εκγερμανισμό που επιδιώχθηκε με τη βοήθεια Τσέχων αξιωματικών.

    Αυστροουγγαρία (1867–1918)
    Κύριο λήμμα: Αυστροουγγαρία
    Περαιτέρω πληροφορίες: Χώρες του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου
     Χάρτης των επαρχιών της Ουγγαρίας περί το 1880 Οι Ούγγροι στο Βασίλειο της Ουγγαρίας το 1890 Γεωφυσικός χάρτης του βασιλείου της Ουγγαρίας (1867-1920)

    Η Βιέννη συνειδητοποίησε ότι η πολιτική μεταρρύθμιση ήταν αναπόφευκτη για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Σημαντικές στρατιωτικές ήττες, όπως η Μάχη του Κένιγκρατς το 1866, ανάγκασαν τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ να δεχτεί εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Για να καθησυχάσει τους Ούγγρους αυτονομιστές ο αυτοκράτορας έκανε μια ισοβαρή συμφωνία με την Ουγγαρία, τον Αυστρο-Ουγγρικό Συμβιβασμό του 1867, που διαπραγματεύτηκε ο Φέρεντς Ντέακ, με τον οποίο δημιουργήθηκε η δυαδική Μοναρχία της Αυστροουγγαρίας. Τα δύο βασίλεια κυβερνιόντουσαν χωριστά από δύο κοινοβούλια και δύο πρωτεύουσες, με κοινό μονάρχη και κοινή εξωτερική και στρατιωτική πολιτική. Οικονομικά η αυτοκρατορία ήταν μια τελωνειακή ένωση. Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας μετά τον Συμβιβασμό ήταν ο Κόμης Γκιούλα Αντράσι. Το παλιό Ουγγρικό Σύνταγμα ξανατέθηκε σε ισχύ και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ στέφθηκε Βασιλιάς της Ουγγαρίας.

    Το 1868 η Ουγγρική και η Κροατική εθνοσυνέλευση συνήψαν την Κροατο-Ουγγρική Συμφωνία με την οποία η Κροατία αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη περιοχή.

    Το νέο κράτος της Αυστροουγγαρίας ήταν γεωγραφικά η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη μετά τη Ρωσία. Η έκτασή της υπολογιζόταν σε 621.540 τετραγωνικά χιλιόμετρα το 1905.[37] Μετά τη Ρωσία και τη Γερμανική Αυτοκρατορία ήταν η τρίτη πολυπληθέστερη χώρα της Ευρώπης.

    Οι Ούγγροι εθνικιστές απαίτησαν την εκπαίδευση στην Ουγγρική γλώσσα, θέση που ένωσε τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες, που αντιτίθεντο στη διδασκαλία στα Λατινικά, όπως επιθυμούσαν οι Καθολικοί επίσκοποι. Στην Ουγγρική Δίαιτα του 1832–36 η σύγκρουση μεταξύ Καθολικών λαϊκών και κληρικών είχε οξυνθεί ιδιαίτερα και δημιουργήθηκε μια μικτή επιτροπή, που προσέφερε στους Προτεστάντες ορισμένες περιορισμένες παραχωρήσεις. Το βασικό ζήτημα αυτού του θρησκευτικού και εκπαιδευτικού αγώνα ήταν πώς να προωθηθεί η Ουγγρική γλώσσα και ο Ουγγρικός εθνικισμός και η επίτευξη μεγαλύτερης ανεξαρτησίας από τη Γερμανική Αυστρία.[38]

    Οι γαιοκτήμονες ευγενείς έλεγχαν τα χωριά και μονοπωλούν τα πολιτικά αξιώματα.[39] Στο Κοινοβούλιο μεγαλοφεουδάρχες ήταν ισόβια μέλη της Άνω Βουλής, αλλά οι κατώτεροι ευγενείς κυριαρχούσαν στην Κάτω Βουλή και, μετά το 1830, στην κοινοβουλευτική ζωή. Η ένταση μεταξύ του «στέμματος» (των γερμανόφωνων Αψβούργων της Βιέννης) και της «χώρας» παρέμενε διαρκής πολιτική κόντρα, καθώς ο Συμβιβασμός του 1867 επέτρεπε στους Ούγγρους ευγενείς να διοικούν τη χώρα, αλλά άφηνε τον αυτοκράτορα να ελέγχει την εξωτερική και στρατιωτική πολιτική. Ωστόσο ο Αντράσι, μετά τη θητεία του ως Πρωθυπουργού της Ουγγαρίας (1867-1871), έγινε Υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας (1871-1879) και ακολούθησε εξωτερική πολιτική με γνώμονα τα ουγγρικά συμφέροντα. Ο Αντράσι ήταν συντηρητικός. Η εξωτερική του πολιτική είχε στόχο να επεκτείνει την Αυτοκρατορία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, κατά προτίμηση με βρετανική και γερμανική υποστήριξη, και χωρίς να αποξενώσει την Τουρκία. Έβλεπε τη Ρωσία ως τον κύριο αντίπαλο, λόγω της δικής της επεκτατικής πολιτικής προς τις σλαβικές και ορθόδοξες περιοχές. Δεν εμπιστευόταν τα σλαβικά εθνικιστικά κινήματα, θεωρώντας τα απειλή για την πολυεθνική αυτοκρατορία του. Εν τω μεταξύ προέκυψαν συγκρούσεις μεταξύ μεγαλοφεουδαρχών και κατώτερων ευγενών σχετικά με τον προστατευτισμό από τις φτηνές εισαγωγές τροφίμων (τη δεκαετία του 1870), το πρόβλημα Εκκλησίας-κράτους (τη δεκαετία του 1890) και τη «συνταγματική κρίση» (τη δεκαετία του 1900). Οι κατώτεροι ευγενείς σταδιακά έχαναν την εξουσία της σε τοπικό επίπεδο και αναδόμησαν την πολιτική τους βάση περισσότερο στην κατοχή αξιωμάτων παρά στη γαιοκτησία. Εξαρτιόντουσαν όλο και περισσότερο από τον κρατικό μηχανισμό και ήταν απρόθυμοι να τον αμφισβητήσουν. [40]

     Τομή του Υπόγειου της Χιλιετίας της Βουδαπέστης (1894-1896), που ήταν ο πρώτος στην ηπειρωτική Ευρώπη.Μνημείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Σολτ της Ουγγαρίας. Μνημείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Σολτ της Ουγγαρίας.Οικονομική ιστορία

    Την εποχή αυτή σημειώθηκε σημαντική οικονομική ανάπτυξη στις αγροτικές περιοχές. Η παλαιότερα καθυστερημένη ουγγρική οικονομία έγινε σχετικά σύγχρονη και εκβιομηχανίστηκε με την είσοδος του 20ου αιώνα, αν και η γεωργία παρέμεινε κυρίαρχη στο ΑΕΠ μέχρι το 1880. Το 1873 η παλιά πρωτεύουσα Βούδα και η Όμπουντα (Αρχαία Βούδα) συγχωνεύτηκαν επίσημα με την τρίτη πόλη, την Πέστη, δημιουργώντας έτσι τη νέα μητρόπολη της Βουδαπέστης. Η δυναμική Πέστη εξελίχθηκε σε διοικητικό, πολιτικό, οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της χώρας.

    Η τεχνολογική πρόοδος επιτάχυνε την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση. Το ακαθάριστο εθνικό κατά κεφαλήν προϊόν αυξήθηκε περίπου 1,45% ετησίως από το 1870 έως το 1913, επίπεδο ανάπτυξης θετικά συγκρινόμενο με εκείνο άλλων ευρωπαϊκών εθνών όπως η Βρετανία (1,00%), η Γαλλία (1,06%) και η Γερμανία (1,51%). Οι κορυφαίες βιομηχανίες σε αυτήν την οικονομική επέκταση ήταν η ηλεκτρική ενέργεια και η ηλεκτρική τεχνολογία, οι τηλεπικοινωνίες και οι μεταφορές (ειδικά ατμομηχανές, τραμ και πλοία). Τα βασικά σύμβολα της βιομηχανικής προόδου ήταν το κονσέρν Γκαντς και η Τούνγκσραμ. Πολλά από τα κρατικά ιδρύματα και τα σύγχρονα διοικητικά συστήματα της Ουγγαρίας ιδρύθηκαν την περίοδο αυτή.

    Η απογραφή του Ουγγρικού κράτους το 1910 (εξαιρουμένης της Κροατίας), κατέγραψε την ακόλουθη κατανομή πληθυσμού: Ούγγροι 54,5%, Ρουμάνοι 16,1%, Σλοβάκοι 10,7% και Γερμανοί 10,4%. Το θρησκευτικό δόγμα με τον μεγαλύτερο αριθμό πιστών ήταν ο Ρωμαιοκαθολικισμός (49,3%), ακολουθούμενος από τον Καλβινισμό (14,3%), την Ορθοδοξία (12,8%), η Ελληνοκαθολική Εκκλησία (11,0%), ο Λουθηρανισμός (7,1%) και ο Ιουδαϊσμός (5,0 %).

    Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

    Μετά τη Δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σαράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914 ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Ίστβαν Τίσα προσπάθησε να αποφύγει το ξέσπασμα πολέμου στην Ευρώπη, αλλά οι διπλωματικές του προσπάθειες υπήρξαν ανεπιτυχείς. Ένας γενικός πόλεμος ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου με κήρυξη πολέμου από την Αυστροουγγαρία στη Σερβία. [41]

    Η Αυστροουγγαρία αντέταξε 9 εκατομμύρια στρατιώτες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκ των οποίων 4 εκατομμύρια προέρχονταν από το βασίλειο της Ουγγαρίας. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αυστροουγγαρία πολέμησε στο πλευρό της Γερμανίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας - τις λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις. Κατέλαβε εύκολα τη Σερβία και η Ρουμανία της κήρυξε τον πόλεμο. Οι Κεντρικές Δυνάμεις κατέλαβαν τότε τη Νότια Ρουμανία και την πρωτεύουσα της χώρας Βουκουρέστι. Τον Νοέμβριο του 1916 ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ πέθανε και ο νέος μονάρχης, ο Αυτοκράτορας Κάρολος Α΄ της Αυστρίας (IV. Károly), διέκειτο ευνοϊκά στους ειρηνιστές του βασιλείου του.

    Στα ανατολικά οι Κεντρικές Δυνάμεις απέκρουσαν τις επιθέσεις της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το Ανατολικό μέτωπο των λεγόμενων Δυνάμεων της Αντάντ που συνεργάζονταν με τη Ρωσία κατέρρευσε εντελώς. Η Αυστροουγγαρία αποχώρησε από τις χώρες όπου ηττήθηκε. Στο Ιταλικό μέτωπο ο Αυστροουγγρικός στρατός δεν μπόρεσε να σημειώσει άλλη πρόοδο στην Ιταλία μετά τον Ιανουάριο του 1918. Παρά τις επιτυχίες στο Ανατολικό μέτωπο, η Γερμανία αποτελματώθηκε και τελικά υπέστη ήττα στο πιο καθοριστικό Δυτικό μέτωπο.

    Το 1918 η οικονομική κατάσταση είχε επιδεινωθεί ανησυχητικά στην Αυστροουγγαρία. Στα εργοστάσια οργανώνονταν απεργίες από αριστερά και ειρηνικά κινήματα και οι εξεγέρσεις στον στρατό είχαν γίνει συνηθισμένες. Στις πρωτεύουσες της Βιέννης και της Βουδαπέστης, τα αυστριακά και τα ουγγρικά αριστερά φιλελεύθερα κινήματα και οι ηγέτες τους υποστήριζαν την απόσχιση των εθνικών μειονοτήτων. Η Αυστροουγγαρία υπέγραψε την Ανακωχή της Βίλλα Τζούστι στην Πάντοβα στις 3 Νοεμβρίου 1918. Τον Οκτώβριο του 1918 η προσωπική ένωση μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας είχε διαλυθεί.

    Μεσοπόλεμος (1918–1939)

    Μετά την κατάρρευση ενός βραχύβιου κομμουνιστικού καθεστώτος, σύμφωνα με τον ιστορικό Ίστβαν:

    Μεταξύ 1919 και 1944 η Ουγγαρία ήταν μια δεξιόφρων χώρα. Προερχόμενες από μια αντεπαναστατική κληρονομιά, οι κυβερνήσεις της υποστήριξαν μια «εθνικιστική χριστιανική» πολιτική, εκθείαζαν τον ηρωισμό, την πίστη και την ενότητα, περιφρονούσαν τη Γαλλική Επανάσταση και απέρριπταν τις φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές ιδεολογίες του 19ου αιώνα. Οι κυβερνήσεις έβλεπαν την Ουγγαρία ως προπύργιο ενάντια μπολσεβικισμό και στα όργανά του: τον σοσιαλισμό, τον κοσμοπολιτισμό και τη μασονία. Υλοποίησαν την κυριαρχία μιας μικρής κλίκας αριστοκρατών, δημοσίων υπαλλήλων και αξιωματικών του στρατού, και περιέβαλλαν με κολακεία τον αρχηγό του κράτους, τον αντεπαναστάτη Ναύαρχο Χόρτυ.[42]Ουγγρική Λαϊκή Δημοκρατία
    Περαιτέρω πληροφορίες: Ουγγρική Λαϊκή Δημοκρατία

    Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ η σύμμαχος Γερμανία ηττήθηκε το 1918 στο Δυτικό Μέτωπο, η Αυστροουγγρική μοναρχία κατέρρευσε πολιτικά.

    Ο πρώην Πρωθυπουργός Ίστβαν Τίσα δολοφονήθηκε στη Βουδαπέστη κατά την Επανάσταση των Χρυσανθέμων τον Οκτώβριο του 1918. Στις 31 Οκτωβρίου 1918 η επιτυχία αυτής της επανάστασης έφερε τον αριστερό φιλελεύθερο Κόμη Μίχαλι Κάρολι στην εξουσία ως πρωθυπουργό.[43] Ο Κάρολι ήταν λάτρης των δυνάμεων της Αντάντ από την αρχή του πολέμου. Στις 13 Νοεμβρίου 1918 ο Κάρολος Δ΄ (IV. Károly) παρέδωσε τις εξουσίες του ως Βασιλιά της Ουγγαρίας, ωστόσο, δεν παραιτήθηκε, μια διαδικασία που έκανε δυνατή την επιστροφή στον θρόνο.

    Τα Γαλλικά στρατεύματα της Αντάντ αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα για να επανεξοπλίσουν τις ηττημένες χώρες της Ρουμανίας και της Σερβίας και να παράσχουν στρατιωτική βοήθεια στη νεοσυσταθείσα χώρα της Τσεχοσλοβακίας. Παρά τη γενική συμφωνία ανακωχής ο Γαλλικός στρατός των Βαλκανίων οργάνωσε νέες εκστρατείες κατά της Ουγγαρίας με τη βοήθεια των κυβερνήσεων Τσεχοσλοβακίας, Ρουμανίας και Σερβίας.

    Μια πρώτη Ουγγρική δημοκρατία, η Ουγγρική Λαϊκή Δημοκρατία, ανακηρύχθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1918 με την προεδρία του Κάρολι, που προσπάθησε να οικοδομήσει τη νέα δημοκρατία ως «Ανατολική Ελβετία» και να πείσει τις μη Ουγγρικές μειονότητες (ιδίως τους Σλοβάκους, τους Ρουμάνους και τους Ρουθήνιους) να παραμείνουν πιστοί στη χώρα, προσφέροντάς τους αυτονομία. Ωστόσο αυτές οι προσπάθειες ήρθαν πολύ αργά. Ανταποκρινόμενος στην αρχή του πασιφισμού του Γούντροου Ουίλσον, ο Κάρολι διέταξε τον πλήρη αφοπλισμό του Ουγγρικού Στρατού, έτσι η νέα δημοκρατία παρέμεινε χωρίς εθνική άμυνα σε μια εποχή ιδιαίτερων κινδύνων. Τα αναδυόμενα γύρω κράτη δεν δίστασαν να εξοπλιστούν και να καταλάβουν μεγάλα τμήματα της χώρας με τη βοήθεια της Αντάντ, ενώ δεν υπήρχε ακόμη συμφωνία σχετικά με τα σύνορά τους.

    Στις 5 Νοεμβρίου 1918 οι ένοπλες δυνάμεις του προσωρινού Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων, με τη γαλλική υποστήριξη, επιτέθηκαν στα νότια τμήματα του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Στις 8 Νοεμβρίου οι ένοπλες δυνάμεις της Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας που ανακηρύχθηκε στις 28 Οκτωβρίου, επιτέθηκαν στα βόρεια τμήματα του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου που είχε υπογραφεί τον Μάιο του 1918, καταγγέλθηκε τον Οκτώβριο του 1918 από τη Ρουμανική κυβέρνηση, που στη συνέχεια επανήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και προέλασε στον ποταμό Μάρος (Μούρες) στην Τρανσυλβανία.

    Ένα αυτονομιστικό κίνημα εμπνευσμένο από τα 14 σημεία του Γούντροου Ουίλσον ανακήρυξε την ένωση της Τρανσυλβανίας με τη Ρουμανία. Τον Νοέμβριο το Ρουμανικό Εθνικό Κεντρικό Συμβούλιο, που εκπροσωπούσε όλους τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας, ενημέρωσε την κυβέρνηση της Βουδαπέστης ότι θα αναλάβει τον έλεγχο 23 επαρχιών της Τρανσυλβανίας (και τμημάτων τριών ακόμη) και ζήτησε την απάντηση της Ουγγαρίας μέχρι τις 2 Νοεμβρίου. Η Ουγγρική κυβέρνηση (μετά από διαπραγματεύσεις με το συμβούλιο) απέρριψε την πρόταση, υποστηρίζοντας ότι δεν διασφάλιζε τα δικαιώματα του Ουγγρικού πληθυσμού και της Γερμανικής μειονότητας.[44]

    Στις 2 Δεκεμβρίου ο Ρουμανικός Στρατός ξεκίνησε επίθεση στο ανατολικό τμήμα (Τρανσυλβανία) του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Παρά την προέλαση των ξένων ένοπλων δυνάμεων η κυβέρνηση του Κάρολι είχε κηρύξει τις εθελοντικές ένοπλες οργανώσεις παράνομες και υπέβαλε προτάσεις για τη διατήρηση της ακεραιότητας του εδάφους του πρώην βασιλείου, αλλά αρνήθηκε να αναδιοργανώσει τις Ουγγρικές ένοπλες δυνάμεις. Αυτά τα μέτρα προκάλεσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ιδιαίτερα όταν οι δυνάμεις της Αντάντ άρχισαν να χαρίζουν τμήματα των παραδοσιακών εδαφών της Ουγγαρίας στη Ρουμανία και τα νεοϊδρυθέντα κράτη Γιουγκοσλαβία και Τσεχοσλοβακία δίνοντας προτεραιότητα σε εθνογλωσσικά κριτήρια, παρά ιστορικά. Γαλλικές και Σερβικές δυνάμεις κατέλαβαν τα νότια τμήματα της πρώην μοναρχίας.

    Τον Φεβρουάριο του 1919 η νέα πασιφιστική Ουγγρική κυβέρνηση είχε χάσει κάθε λαϊκή υποστήριξη, μετά τις αποτυχίες της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο στρατιωτικό μέτωπο. Στις 21 Μαρτίου 1919 όταν ο εκπρόσωπος της Αντάντ ζήτησε ακόμη περισσότερες εδαφικές παραχωρήσεις από την Ουγγαρία, ο Κάρολι υπέγραψε όλες όσες του υποβλήθηκαν και παραιτήθηκε.

    Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία ("Δημοκρατία των Συμβουλίων")
    Κύρια λήμματα: Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία και Κόκκινη τρομοκρατία (Ουγγαρία)

    Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουγγαρίας, με επικεφαλής το Μπέλα Κουν, συμμάχησε με το Ουγγρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ανέβηκε στην εξουσία και ανακήρυξε την Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία. Ο σοσιαλδημοκράτης Σάντορ ήταν επίσημα αρχηγός της κυβέρνησης, αλλά η Σοβιετική Δημοκρατία ελεγχόταν ντε φάκτο από το Μπέλα Κουν, που ήταν υπουργός εξωτερικών. Οι Κομμουνιστές - "Οι Κόκκινοι" - κατέλαβαν την εξουσία χάρη στην οργανωμένη μαχητική τους δύναμη (καμία άλλη μεγάλη πολιτική οντότητα δεν είχε κάτι τέτοιο) και υποσχέθηκαν ότι η Ουγγαρία θα μπορούσε να υπερασπιστεί τα εδάφη της χωρίς επιστράτευση, πιθανόν με τη βοήθεια του Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού.

    Ο Κόκκινος Στρατός της Ουγγαρίας ήταν ένας μικρός εθελοντικός στρατός 53.000 ανδρών και οι περισσότεροι στρατιώτες του ήταν οπλισμένοι εργάτες εργοστασίων της Βουδαπέστης. Αρχικά το καθεστώς του Κουν είχε ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες: υπό τη διοίκηση του ιδιοφυούς στρατιωτικού Συνταγματάρχη Αουρέλ Στρόμφελντ ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός εκδίωξε τα τσεχοσλοβακικά στρατεύματα από τον βορρά και σχεδίαζε να βαδίσει κατά του Ρουμανικού στρατού. Στην εσωτερική πολιτική οι Κομμουνιστές εθνικοποίησαν τις βιομηχανικές και τις εμπορικές επιχειρήσεις, κοινωνικοποίησε τη στέγη, τις μεταφορές, τις τράπεζες, την υγεία, τα πολιτιστικά ιδρύματα και όλες τις έγγειες ιδιοκτησίες άνω των 400 στρεμμάτων.

    Η υποστήριξη όμως προς τους Κομμουνιστές αποδείχθηκε βραχύβια στη Βουδαπέστη και ποτέ δεν ήταν δημοφιλείς στις άλλες πόλεις και στην ύπαιθρο. Μετά από μια απόπειρα πραξικοπήματος η κυβέρνηση ανέλαβε σειρά δράσεων, αναφερόμενων ως Κόκκινη τρομοκρατία, δολοφονώντας αρκετές εκατοντάδες (κυρίως επιστήμονες και διανοούμενους). Ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός δεν μπόρεσε ποτέ να βοηθήσει τη νέα Ουγγρική δημοκρατία. Παρά τις μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες κατά του Τσεχοσλοβάκικου στρατού οι Κομμουνιστές έχασαν όλα τα εδάφη που ανακατέλαβαν. Αυτή η εξέλιξη καταρράκωσε το ηθικό του εθελοντικού Ουγγρικού Κόκκινου Στρατού, που διαλύθηκε πριν καταφέρει να ολοκληρώσει επιτυχώς τις επιχειρήσεις του. Αντιμέτωποι με εσωτερικές αντιδράσεις και μια προελαύνουσα Ρουμανική δύναμη κατά τον Ουγγρορουμανικό Πόλεμο του 1919, ο Μπέλα Κουν και οι περισσότεροι σύντροφοί του κατέφυγαν στην Αυστρία και η Βουδαπέστη κατελήφθη στις 6 Αυγούστου. Ο Κουν και οι οπαδοί του πήραν μαζί τους πολλούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς και τα αποθέματα χρυσού της Εθνικής Τράπεζας.[45] Όλα αυτά τα γεγονότα, και ιδιαίτερα η τελική στρατιωτική ήττα, οδήγησαν σε βαθιά αισθήματα αντιπάθειας μεταξύ του γενικού πληθυσμού κατά της Σοβιετικής Ένωσης (που δεν προσέφερε στρατιωτική βοήθεια) και κατά των Ούγγρων Εβραίων (καθώς τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης του Κουν ήταν Εβραίοι, κάνοντάς το εύκολο να κατηγορηθούν οι Εβραίοι για τα λάθη της κυβέρνησης).

    Αντεπανάσταση
    Κύριο λήμμα: Λευκή τρομοκρατία (Ουγγαρία)

    Η νέα μαχητική δύναμη στην Ουγγαρία ήταν οι Συντηρητικοί Βασιλικοί αντεπαναστάτες - οι "Λευκοί". Αυτοί, που είχαν οργανώσει στη Βιέννη και εγκαταστήσει μια αντικυβέρνηση στο Σέγκεντ, ανέλαβαν την εξουσία με επικεφαλής τον Ιστβαν Μπέτλεν, έναν αριστοκράτη από την Τρανσυλβανία, και τον Μίκλος Χόρτυ, τον πρώην αρχηγό του Αυστροουγγρικού Ναυτικού. Οι συντηρητικοί κήρυξαν την κυβέρνηση του Κάρολι και τους Κομμουνιστές ένοχους εσχάτης προδοσίας.[46]

     Οι δυνάμεις της Ουγγαρίας και της Μικρής Αντάντ τη δεκαετία του 1920

    Απουσία μιας ισχυρής εθνικής πολιτικής δύναμης ή τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων, ξεκίνησε στη δυτική Ουγγαρία μια Λευκή τρομοκρατία με ημιτακτικά και ημιπαραστρατιωτικά αποσπάσματα, που επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα. Πολλοί διαβόητοι Κομμουνιστές και άλλοι αριστεροί βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη. Οι Λευκοί Ριζοσπάστες εξαπέλυσαν πογκρόμ κατά των Εβραίων, παρουσιάζοντάς τους ως αιτία όλων των εδαφικών απωλειών της Ουγγαρίας. Ο πιο διαβόητος διοικητής των Λευκών ήταν ο Παλ Πρόναι. Ο αποχωρών Ρουμανικός στρατός λεηλάτησε τη χώρα: ζώα, μηχανήματα και αγροτικά προϊόντα μεταφέρονταν στη Ρουμανία με εκατοντάδες φορτηγά αυτοκίνητα.[47][48]

    Στις 16 Νοεμβρίου 1919, με τη συγκατάθεση των Ρουμανικών δυνάμεων, ο στρατός του δεξιού πρώην ναυάρχου Μίκλος Χόρτυ μπήκε στη Βουδαπέστη. Η κυβέρνησή του σταδιακά αποκατάστησε την τάξη και σταμάτησε την τρομοκρατία, αλλά χιλιάδες συμπαθούντων τα καθεστώτα του Κάρολι και του Κουν φυλακίστηκαν. Τα ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα καταπνίγηκαν. Τον Μάρτιο του 1920 το κοινοβούλιο αποκατάστησε την Ουγγρική μοναρχία ως αντιβασιλεία, αλλά ανέβαλε την εκλογή βασιλιά μέχρι να υποχωρήσει η πολιτική αναταραχή. Ο Χόρτυ εξελέγη Αντιβασιλέας με την εξουσία, μεταξύ άλλων, να διορίζει τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, να ασκεί βέτο, να συγκαλεί ή να διαλύει το κοινοβούλιο και να διοικεί τις ένοπλες δυνάμεις.

    Η Ουγγαρία του Τριανόν και η Αντιβασιλεία
    Κύριο λήμμα: Συνθήκη του Τριανόν
     Η Συνθήκη του Τριανόν: Η Ουγγαρία έχασε το 72% των εδαφών της και τα θαλάσσια λιμάνια στην Κροατία, 3.425.000 Ούγγροι βρέθηκαν χωρισμένοι από την πατρίδα τους.[49][50] Η χώρα έχασε 5 από τις 10 μεγαλύτερες ουγγρικές πόλεις της.

    Η συγκατάθεση της Ουγγαρίας στη Συνθήκη του Τριανόν στις 4 Ιουνίου 1920 επικύρωσε την απόφαση των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ να επαναχαράξουν τα σύνορα της χώρας. Η συνθήκη υποχρέωνε την Ουγγαρία να παραδώσει πάνω από τα δύο τρίτα των προπολεμικών εδαφών της. Σκοπός του μέτρου αυτού ήταν να επιτρέψει στους μειονοτικούς πληθυσμούς της πρώην Αυστροουγγαρίας να κατοικούν σε κράτη, όπου κυριαρχούσε η δική τους εθνότητα, αλλά στα εδάφη αυτά ζούσαν ακόμη πολλοί Ούγγροι. Το αποτέλεσμα ήταν το ένα τρίτο των 10 εκατομμυρίων Ούγγρων να βρεθούν έξω από την απομειωμένη πατρίδα τους. Κατέστησαν δυσαρεστημένες μειονότητες σε εχθρικές πολιτικές ενότητες.

    Τα νέα διεθνή σύνορα απέκοψαν τη βιομηχανική βάση της Ουγγαρίας από τις παλιές της πηγές πρώτων υλών και τις πρώην αγορές της για τα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα της. Η Ουγγαρία έχασε το 86 % της ξυλείας, το 43 % της καλλιεργήσιμης γης και το 83 % των σιδηρομεταλλευμάτων της. Αν και η μετά το Τριανόν Ουγγαρία διατήρησε το 90 % της βιομηχανίας μηχανημάτων και εκτυπώσεων του πρώην Βασιλείου της Ουγγαρίας, διατήρησε μόνο το 14 % της ξυλείας και το 17 % των σιδηρομεταλλευμάτων. Επίσης το 57 % της καλλιεργήσιμης γης, το 70 % του οδικού δικτύου, το 65 % των καναλιών, το 62 % των σιδηροδρόμων, το 55 % των εργοστασίων, το 100 % των αποθεμάτων χρυσού, αργύρου, χαλκού, υδραργύρου και αλατιού και το 67 % των πιστωτικών και τραπεζικών ιδρυμάτων του πρώην Βασιλείου της Ουγγαρίας βρέθηκαν στα εδάφη των γειτονικών της κρατών.[51][52][53] Ο αλυτρωτισμός- το αίτημα επιστροφής απωλεσθέντων εδαφών - έγινε κεντρικό θέμα της εθνικής πολιτικής.[54]

    Η Αντιβασιλεία

    Ο Χόρτυ διόρισε τον Κόμη Παλ Τέλεκι πρωθυπουργό τον Ιούλιο του 1920. Η κυβέρνησή του εξέδωσε ένα νόμο ποσοστώσεων, που περιόριζε την είσοδο «πολιτικά μη ασφαλών στοιχείων» (που ήταν συνήθως Εβραίοι) στα πανεπιστήμια και έκανε τα πρώτα βήματα για την εκπλήρωση μιας υπόσχεσής του για σημαντική αγροτική μεταρρύθμιση, διαιρώντας περίπου 3.850 km² από τα μεγαλύτερα κτήματα σε μικρές εκμεταλλεύσεις για να καθησυχάσει τη δυσαρέσκεια των αγροτών. Η κυβέρνηση του Παλ Τέλεκι παραιτήθηκε, ωστόσο, όταν ο Κάρολος Α΄ της Αυστρίας, πρώην αυτοκράτορας της Αυστρίας και βασιλιάς της Ουγγαρίας, προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανακτήσει τον θρόνο της Ουγγαρίας τον Μάρτιο του 1921. Η απόπειρα αυτή δίχασε τους συντηρητικούς πολιτικούς που ευνοούσαν την παλινόρθωση των Αψβούργων και τους εθνικιστές δεξιούς ριζοσπάστες που υποστήριζαν την εκλογή γηγενή Ούγγρου βασιλιά. Ο Κόμης Ίστβαν Μπέτλεν, ένας ανεξάρτητος δεξιός μέλος του κοινοβουλίου, εκμεταλλεύτηκε αυτό το ρήγμα για να σχηματίσει το νέο Κόμμα Ενότητας υπό την ηγεσία του και στη συνέχεια ο Χόρτυ τον διόρισε πρωθυπουργό. Ο Κάρολος πέθανε λίγο μετά την αποτυχία του για δεύτερη φορά να ανακτήσει τον θρόνο τον Οκτώβριο του 1921 και η Ουγγαρία παρέμεινε βασίλειο χωρίς βασιλιά.

    Ως πρωθυπουργός ο Μπέτλεν κυριάρχησε στην ουγγρική πολιτική από το 1921 έως το 1931. Διαμόρφωσε μια πολιτική μηχανή τροποποιώντας τον εκλογικό νόμο, παρέχοντας θέσεις εργασίας στην επεκτεινόμενη γραφειοκρατία στους υποστηρικτές του και χειραγωγώντας τις εκλογές στις αγροτικές περιοχές. Ο Μπέτλεν αποκατέστησε την τάξη στη χώρα δίνοντας στους ριζοσπαστικούς αντεπαναστάτες αποζημιώσεις και θέσεις εργασίας στην κυβέρνηση με αντάλλαγμα τη λήξη της τρομοκρατικής τους εκστρατείας τρομοκρατίας εναντίον των Εβραίων και των αριστερών.

    Το 1921 ο Μπέτλεν έκανε μια συμφωνία με τους Σοσιαλδημοκράτες και τα συνδικάτα (που ονομάστηκε Σύμφωνο Μπέτλεν-Πέγερ) που νομιμοποίησε τις δραστηριότητές τους και απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους με αντάλλαγμα τη δέσμευσή τους να απέχουν από τη διάδοση αντιουγγρικής προπαγάνδας, την πρόσκληση σε πολιτικές απεργίες και την επιχείρηση οργάνωσης των αγροτών. Ο Μπέτλεν ενέταξε την Ουγγαρία στην Κοινωνία των Εθνών το 1922 και την έβγαλε από τη διεθνή απομόνωση υπογράφοντας μια συνθήκη φιλίας με την Ιταλία το 1927. Συνολικά προσπάθησε να ακολουθήσει μια στρατηγική ενίσχυσης της οικονομίας και οικοδόμησης σχέσεων με ισχυρότερα έθνη. Ο αλυτρωτισμός, η αναθεώρηση της Συνθήκης του Τριανόν, ανέβηκε στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας της Ουγγαρίας. Η αναθεώρηση της συνθήκης είχε τόσο ευρεία υποστήριξη στην Ουγγαρία που ο Μπέτλεν τη χρησιμοποίησε, τουλάχιστον εν μέρει, για να εκτρέψει την κριτική για την οικονομική και κοινωνική του πολιτική.

    Η παγκόσμια οικονομική ύφεση 1929 προκάλεσε πτώση του βιοτικού επιπέδου και οι πολιτικές τάσεις της χώρας μετατοπίστηκαν περαιτέρω προς τα δεξιά. Το 1932 ο Χόρτυ διόρισε νέο πρωθυπουργό, τον Γκιούλα Γκέμπες, που άλλαξε την πορεία της ουγγρικής πολιτικής προς στενότερη συνεργασία με τη Γερμανία και ξεκίνησε μια προσπάθεια εξουγγρισμού των λίγων εθνικών μειονοτήτων που απέμεναν στην Ουγγαρία.

    Ο Γκέμπες υπέγραψε μια εμπορική συμφωνία με τη Γερμανία που βοήθησε την οικονομία της Ουγγαρίας να βγει από την ύφεση, αλλά την έκανε να εξαρτάται από τη γερμανική οικονομία τόσο για τις πρώτες ύλες όσο και για τις αγορές. Ο Αδόλφος Χίτλερ ενθάρρυνε τις ουγγρικές επιθυμίες για εδαφικό αναθεωρητισμό, ενώ ακροδεξιές οργανώσεις όπως το Κόμμα του Σταυρού-Βέλους ενστερνιζόταν όλο και περισσότερο τις ακραίες ναζιστικές πολιτικές.[55] και επιζητούσε την καταστολή και τη θυματοποίηση των Εβραίων. Η κυβέρνηση ψήφισε το 1938 τον πρώτο Εβραϊκό Νόμο, που καθιέρωσε ένα σύστημα ποσοστώσεων για τον περιορισμό της εβραϊκής συμμετοχής στην ουγγρική οικονομία.[56]

    Το 1938 έγινε πρωθυπουργός ο Μπέλα Ίμρεντι. Οι προσπάθειες του να βελτιώσει τις διπλωματικές σχέσεις της Ουγγαρίας με το Ηνωμένο Βασίλειο τον έκανε αρχικά πολύ αντιδημοφιλή στη Γερμανία και την Ιταλία. Μετά το Άνσλους με την Αυστρία τον Μάρτιο, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να αποξενώσει τη Γερμανία και την Ιταλία για πολύ. Το φθινόπωρο του 1938 η εξωτερική του πολιτική έγινε πολύ φιλογερμανική και φιλοϊταλική.[57]

    Με την πρόθεση να δημιουργήσει μια βάση εξουσίας στη δεξιά ουγγρική πολιτική ο Ίμρεντι άρχισε την καταστολή των πολιτικών αντιπάλων του. Το όλο και πιο ισχυρό Κόμμα του Σταυρού-Βέλους διώχθηκε και τελικά απαγορεύτηκε από τη διοίκηση του Ίμρεντι. Καθώς ο Ίμρεντι στρεφόταν προς τα δεξιά, πρότεινε την αναδιοργάνωση της κυβέρνησης σύμφωνα με ολοκληρωτικές κατευθύνσεις και πρότεινε ένα αυστηρότερο Δεύτερο Εβραϊκό Νόμο. Το Κοινοβούλιο, υπό τη νέα κυβέρνηση του Παλ Τέλεκι, ενέκρινε το 1939 τον Δεύτερο Εβραϊκό Νόμο, που περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη συμμετοχή των Εβραίων στην οικονομία, τον πολιτισμό και την κοινωνία και, ουσιαστικά, όριζε τους Εβραίους φυλετικά και όχι θρησκευτικά. Αυτός ο ορισμός άλλαξε σημαντικά και αρνητικά την κατάσταση εκείνων που είχαν μεταστραφεί από τον Ιουδαϊσμό στον Χριστιανισμό.

    Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος  Ο Ούγγρος ηγέτης Μίκλος Χόρτυ και ο Γερμανός Αδόλφος Χίτλερ το 1938 Η Λίμνη Μπάλατον τη δεκαετία του 1930, λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ευρωπαίοι από διάφορες χώρες χαλαρώνουν σε πισίνα στη Βουδαπέστη το 1939. Χάρτης του Βασιλείου της Ουγγαρίας του 1941 Ο Ερνε Γκέμπες, βοηθός στρατοπέδου του Φέρεντς Σάλασι και γιος του Γκιούλα Γκέμπες, μαζί με έναν αξιωματικό του Ουγγρικού στρατού και ένα μέλος του Κόμματος του Σταυρού-Βέλους, μπροστά από το Υπουργείο Άμυνας, 1944 Ούγγροι Εβραίοι στέλνονται στους θαλάμους αερίων στο στρατόπεδο θανάτου του Άουσβιτς (Μάιος 1944.
    Κύριο λήμμα: Ιστορία της Ουγγαρίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

    Η Ναζιστική Γερμανία και η Φασιστική Ιταλία προσπάθησαν να επιβάλουν τις απαιτήσεις των Ούγγρων, που ζούσαν σε περιοχές που η Ουγγαρία έχασε το 1920 με την υπογραφή της Συνθήκης του Τριανόν, ειρηνικά και με τις δύο Επιδικάσεις της Βιέννης (1938 και 1940) επέστρεψαν τμήματα της Τσεχοσλοβακίας (νότια Σλοβακία και νότια Ρουθηνία των Καρπαθίων) και της Ρουμανίας (Βόρεια Τρανσυλβανία) στην Ουγγαρία. Η προσάρτηση το 1939 της υπόλοιπης Ρουθηνίας των Καρπαθίων έγινε από την ίδια την Ουγγαρία μετά τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας.

    Στις 24 Ιουλίου 1939 ο Παλ Τέλεκι έγραψε στον Αδόλφο Χίτλερ ότι η Ουγγαρία δεν θα συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της Πολωνίας ως θέμα εθνικής τιμής. Πρόσθεσε ότι οι Ουγγρικές αρχές δεν συμφωνούσαν με τη διέλευση του Γερμανικού στρατού μέσω της Ουγγαρίας. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία και ξεκίνησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Πολωνία κατέρρευσε γρήγορα και η Ουγγαρία επέτρεψε να εισέλθουν 70.000 Πολωνοί πρόσφυγες, προς μεγάλη ενόχληση του Χίτλερ.[58]

    Στις 20 Νοεμβρίου 1940 υπό την πίεση της Γερμανίας ο Παλ Τέλεκι ενέταξε την Ουγγαρία στον Άξονα. Τον Δεκέμβριο του 1940 υπέγραψε επίσης μια εφήμερη «Συνθήκη Αιώνιας Φιλίας» με τη Γιουγκοσλαβία. Λίγους μήνες αργότερα, μετά από ένα πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία που απειλούσε την επιτυχία της προγραμματισμένης γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα), ο Χίτλερ ζήτησε από τους Ούγγρους να υποστηρίξουν την εισβολή του στη Γιουγκοσλαβία. Υποσχέθηκε να επιστρέψει ορισμένα πρώην ουγγρικά εδάφη που χάθηκαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία.[59] Αδυνατώντας να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ουγγαρίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, ο Τέλεκι αυτοκτόνησε. Ο δεξιός ριζοσπαστικός Λάσλο Μπάρντοσι τον διαδέχθηκε ως πρωθυπουργός. Μετά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και την ανακήρυξη του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας η Ουγγαρία προσάρτησε την Μπάτσκα, το υπόλοιπο δηλ. των Μπαράνια, Μουραβίντεκ και Μουρακέζ.

    Μετά την έναρξη του πολέμου εναντίον της Ρωσίας στο Ανατολικό Μέτωπο το 1941 πολλοί Ούγγροι αξιωματούχοι υποστήριξαν τη συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας για να μην επιτρέψουν στον Χίτλερ να ευνοήσει τη Ρουμανία σε περίπτωση αναθεώρησης των συνόρων στην Τρανσυλβανία. Η Ουγγαρία μπήκε στον πόλεμο και την 1η Ιουλίου 1941, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών, η ουγγρική Ομάδα Κάρπατ (Gyorshadtest) προέλασε βαθιά στη νότια Ρωσία. Στη Μάχη της Ουμάν η Gyorshadtest συμμετείχε στην περικύκλωση της 6ης και της 12ης Σοβιετικής Στρατιάς. Είκοσι σοβιετικές διαιρέσεις αιχμαλωτίστηκαν ή εξοντώθηκαν.

    Ανησυχώντας για την αυξανόμενη εξάρτηση της Ουγγαρίας από τη Γερμανία ο Ναύαρχος Χόρτυ ανάγκασε τον Μπάρντοσι να παραιτηθεί και τον αντικατέστησε με τον Μίκλος Κάλαϊ, βετεράνο συντηρητικό της κυβέρνησης του Μπέτλεν. Ο Κάλαϊ συνέχισε την πολιτική του Μπάρντοσι να υποστηρίζει τη Γερμανία ενάντια στον Κόκκινο Στρατό, ενώ επίσης κρυφά ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τις Δυτικές Δυνάμεις.

    Κατά τη Μάχη του Στάλινγκραντ η Δεύτερη Ουγγρική Στρατιά υπέστη βαρύτατες απώλειες. Λίγο μετά την πτώση του Στάλινγκραντ τον Ιανουάριο του 1943 η Δεύτερη Ουγγρική Στρατιά έπαψε ουσιαστικά να υπάρχει ως λειτουργική στρατιωτική μονάδα.

    Οι μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς συνεχίστηκαν.[60] Έχοντας επίγνωση της εξαπάτησης από τον Κάλαϊ και φοβούμενος ότι η Ουγγαρία θα μπορούσε να συνάψει ξεχωριστή ειρήνη, ο Χίτλερ διέταξε τα ναζιστικά στρατεύματα να ξεκινήσουν την Επιχείρηση Μαργκαρέτε και να καταλάβουν την Ουγγαρία τον Μάρτιο του 1944. Ο Ντέμε Στόγιαϊ, ενθουσιώδης υποστηρικτής των Ναζί, έγινε ο νέος πρωθυπουργός με τη βοήθεια του Ναζί στρατιωτικού κυβερνήτη Εντμουντ Βεσενμάγερ.

    Ο Συνταγματάρχης των SS Άντολφ Άιχμαν πήγε στην Ουγγαρία για να επιβλέψει τις μεγάλης κλίμακας απελάσεις Εβραίων σε γερμανικά στρατόπεδα θανάτου στην κατεχόμενη Πολωνία. Μεταξύ 15 Μαΐου και 9 Ιουλίου 1944 οι Ούγγροι απέλασαν 437.402 Εβραίους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.[61][62]

    Τον Αύγουστο του 1944 ο Χόρτυ αντικατέστησε τον Στόγιαϊ με τον αντιφασίστα στρατηγό Γκέζα Λάκατος. Υπό το καθεστώς του Λάκατος ο υπουργός Εσωτερικών Μπέλα Χόρβατ διέταξε τους Ούγγρους χωροφύλακες να εμποδίσουν κάθε απέλαση Ούγγρων πολιτών.

    Τον Σεπτέμβριο του 1944 οι Σοβιετικές δυνάμεις διέσχισαν τα ουγγρικά σύνορα. Στις 15 Οκτωβρίου 1944 ο Χόρτυ ανακοίνωσε ότι η Ουγγαρία είχε υπογράψει με τη Σοβιετική Ένωση ανακωχή, την οποία ο Ουγγρικός στρατός αγνόησε. Οι Γερμανοί ξεκίνησαν την Επιχείρηση Πάντσερφαουστ και, απαγάγοντας τον γιο του, ανάγκασαν τον Χόρτυ να ακυρώσει την ανακωχή, να παύσει την κυβέρνηση του Λάκατος και να ορίσει πρωθυπουργό τον αρχηγό του Κόμματος Σταυρού και Βέλους Φέρεντς Σάλασι που έγινε πρωθυπουργός μιας νέας φασιστικής κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και ο Χόρτυ παραιτήθηκε.

    Σε συνεργασία με τους Ναζί ο Σάλασι ξεκίνησε εκ νέου τις απελάσεις Εβραίων, ιδίως από τη Βουδαπέστη, ενώ χιλιάδες ακόμη Εβραίοι δολοφονήθηκαν από μέλη του Ουγγρικού Σταυρού και Βέλους. Ο Γερμανικός στρατός υποχωρώντας κατέστρεψε τα σιδηροδρομικά, οδικά και επικοινωνιακά δίκτυα.

    Στις 28 Δεκεμβρίου 1944 σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση στην Ουγγαρία υπό τον Πρωθυπουργό Μπέλα Μίκλος. Οι αντίπαλες κυβερνήσεις του Μίκλος και του Σάλασι διεκδίκησαν και οι δύο τη νομιμότητά τους: οι Γερμανοί και οι γερμανόφιλοι Ούγγροι που ήταν πιστοί στο Σάλασι συνέχισαν να πολεμούν, καθώς το έδαφος που ελεγχόταν ουσιαστικά από το καθεστώς του Σταυρού και Βέλους σταδιακά. συρρικνωνόταν. Ο Κόκκινος Στρατός ολοκλήρωσε την περικύκλωση της Βουδαπέστης στις 29 Δεκεμβρίου 1944 και ξεκίνησε η Μάχη της Βουδαπέστης, που συνεχίστηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1945. Τα περισσότερα απομεινάρια της Ουγγρικής Πρώτης Στρατιάς εξοντώθηκαν περίπου 320 χιλιόμετρα βόρεια της Βουδαπέστης μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 16 Φεβρουαρίου 1945. Η Βουδαπέστη παραδόθηκε άνευ όρων στον Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό στις 13 Φεβρουαρίου 1945.

    Στις 20 Ιανουαρίου 1945 εκπρόσωποι της Ουγγρικής προσωρινής κυβέρνησης υπέγραψαν μια ανακωχή στη Μόσχα. Η κυβέρνηση του Σάλασι εγκατέλειψε τη χώρα στα τέλη Μαρτίου. Επισήμως οι σοβιετικές επιχειρήσεις στην Ουγγαρία έληξαν στις 4 Απριλίου 1945, όταν εκδιώχθηκαν τα τελευταία γερμανικά στρατεύματα. Στις 7 Μαΐου 1945 ο Στρατηγός Άλφρεντ Γιοντλ, Αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου, υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση όλων των Γερμανικών δυνάμεων.

    Όσον αφορά τις απώλειες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο της Ουγγαρίας ο Τάμας Σταρκ, της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών, παρείχε λεπτομερή εκτίμηση των απωλειών της Ουγγαρίας από το 1941 έως το 1945. Υπολόγισε τις στρατιωτικές απώλειες σε 300.000-310.000, συμπεριλαμβανομένων 110-120.000 που σκοτώθηκαν στη μάχη και 200.000 αγνοούμενων και αιχμάλωτων πολέμου στη Σοβιετική Ένωση. Οι ουγγρικές στρατιωτικές απώλειες περιλαμβάνουν 110.000 άνδρες που στρατολογήθηκαν από τα προσαρτημένα εδάφη της Μεγάλης Ουγγαρίας στη Σλοβακία, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία και τους θανάτους 20.000-25.000 Εβραίων που στρατολογήθηκαν για στρατιωτικά τάγματα εργασίας. Οι απώλειες αμάχων περίπου 80.000 περιλαμβάνουν 45.500 που σκοτώθηκαν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις 1944-1945 και σε αεροπορικές επιθέσεις [63] και τη γενοκτονία 28.000 Ρομά.[64] Τα θύματα του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος ανήλθαν συνολικά σε 600.000 (300.000 στις περιοχές που προσαρτήθηκαν μεταξύ του 1938 και του 1941, 200.000 στην ύπαιθρο πριν από το 1938 και 100.000 στη Βουδαπέστη).[65]

    Κομμουνισμός
    Κύριο λήμμα: Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας
    Μετάβαση στον Κομμουνισμό (1944–1949)

    Ο Σοβιετικός Στρατός κατέλαβε την Ουγγαρία από τον Σεπτέμβριο του 1944 έως τον Απρίλιο του 1945. Η πολιορκία της Βουδαπέστης διήρκεσε σχεδόν 2 μήνες, από τον Δεκέμβριο του 1944 έως τον Φεβρουάριο του 1945 (η μεγαλύτερη επιτυχημένη πολιορκία οποιασδήποτε πόλης σε ολόκληρο τον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένου του Βερολίνου), και η πόλη υπέστη εκτεταμένη καταστροφή, συμπεριλαμβανομένης της κατεδάφισης όλων των γεφυρών του Δούναβη, που ανατινάχτηκαν από τους Γερμανούς σε μια προσπάθεια να επιβραδύνουν την προέλαση των Σοβιετικών

    Υπογράφοντας τη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού του 1947 η Ουγγαρία έχασε και πάλι όλες τις περιοχές που είχε αποκτήσει μεταξύ του 1938 και του 1941. Ούτε οι Δυτικοί Σύμμαχοι ούτε η Σοβιετική Ένωση υποστήριξαν οποιαδήποτε αλλαγή στα πριν το 1938 σύνορα της Ουγγαρίας, που ήταν το πρωταρχικό κίνητρο για τη συμμετοχή της Ουγγαρίας στον πόλεμο, εκτός από τη μεταφορά τριών ακόμη χωριών στην ανασυσταθείσα Τσεχοσλοβακία. [66]. Η ίδια η Σοβιετική Ένωση προσάρτησε την Υποκαρπαθία (πριν από το 1938 ανατολικό άκρο της Τσεχοσλοβακίας), που είναι σήμερα τμήμα της Ουκρανίας.

    Η Συνθήκη Ειρήνης με την Ουγγαρία που υπογράφηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1947 ανέφερε ότι «Οι αποφάσεις της Επιδικασίας της Βιέννης της 2ας Νοεμβρίου 1938 κηρύσσονται άκυρες» και τα σύνορα της Ουγγαρίας καθορίστηκαν κατά τα προηγούμενα, όπως υπήρχαν την 1η Ιανουαρίου 1938 εκτός από μια μικρή απώλεια εδάφους υπέρ της Τσεχοσλοβακίας. Πολλοί από τους Κομμουνιστές ηγέτες του 1919 επέστρεψαν από τη Μόσχα. Την πρώτη μεγάλη παραβίαση πολιτικών δικαιωμάτων υπέστη η Γερμανική μειονότητα, από την οποία οι μισοί (240.000 άτομα) απελάθηκαν στη Γερμανία το 1946-1948, αν και η μεγάλη πλειοψηφία τους δεν είχε υποστηρίξει τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου και δεν ήταν μέλη κανενός φιλοναζιστικού κινήματος. Υπήρξε μια αναγκαστική «ανταλλαγή πληθυσμών» μεταξύ Ουγγαρίας και Τσεχοσλοβακίας, που αφορούσε περίπου 70.000 Ούγγρους που ζούσαν στη Σλοβακία και λίγο μικρότερο αριθμό Σλοβάκων που ζουν στην Ουγγαρία. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς αυτοί είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν μαζί τους μέρος της περιουσίας τους.

    Οι Σοβιετικοί αρχικά σχεδίαζαν μια σταδιακή εισαγωγή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ουγγαρία, επομένως όταν ίδρυσαν μια προσωρινή κυβέρνηση στο Ντέμπρετσεν στις 21 Δεκεμβρίου 1944, ήταν προσεκτικοί να συμπεριλάβουν εκπροσώπους αρκετών μετριοπαθών κομμάτων. Ακολουθώντας τα αιτήματα των Δυτικών Συμμάχων για δημοκρατικές εκλογές οι Σοβιετικοί επέτρεψαν στην Ουγγαρία τις μόνες ουσιαστικά ελεύθερες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στη μεταπολεμική Ανατολική Ευρώπη τον Νοέμβριο του 1945. Ήταν επίσης οι πρώτες εκλογές που διεξήχθησαν στην Ουγγαρία με καθολική ψηφοφορία.

    Οι πολίτες ψήφισαν κομματικά ψηφοδέλτια και όχι μεμονωμένους υποψηφίους. Στις εκλογές το Κόμμα Ανεξάρτητων Μικροκαλλιεργητών, ένα κεντροδεξιό αγροτικό κόμμα, κέρδισε το 57% των ψήφων. Παρά την προσδοκία των Κομμουνιστών και των Σοβιετικών ότι η διανομή των κτημάτων των αριστοκρατών στους φτωχούς αγρότες θα αύξανε τη δημοτικότητά τους, το Ουγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε μόνο το 17% των ψήφων. Ο Σοβιετικός διοικητής στην Ουγγαρία, Στρατάρχης Βοροσίλοφ, αρνήθηκε να επιτρέψει στο Κόμμα των Μικροκαλλιεργητών να σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση.

    Υπό την πίεση του λοιπόν οι Μικροκαλλιεργητές σχημάτισαν μια κυβέρνηση συνασπισμού, με τους Κομμουνιστές, τους Σοσιαλδημοκράτες και το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (ένα αριστερό αγροτικό κόμμα), στην οποία οι Κομμουνιστές κατείχαν μερικές από τις βασικές θέσεις. Την 1η Φεβρουαρίου 1946 η Ουγγαρία ανακηρύχθηκε Δημοκρατία και πρόεδρος έγινε ο ηγέτης των Μικροκαλλιεργητών Ζόλταν Τίλντυ. Ανέθεσε το αξίωμα του πρωθυπουργού στον Φέρεντς Νάγκυ, ενώ ο Μάτιας Ράκοσι, αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος, έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.

    Ένας άλλος κορυφαίος κομμουνιστής, ο Λάσλο Ράικ, έγινε υπουργός Εσωτερικών υπεύθυνος για τον έλεγχο της επιβολής του νόμου και από αυτή τη θέση ίδρυσε την Ουγγρική αστυνομία ασφαλείας (ÁVH). Οι Κομμουνιστές άσκησαν συνεχή πίεση στους Μικροκαλλιεργητές τόσο εντός όσο και εκτός της κυβέρνησης. Εθνικοποίησαν βιομηχανικές εταιρείες, απαγόρευσαν θρησκευτικές πολιτικές οργανώσεις και κατέλαβαν βασικές θέσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση. Τον Φεβρουάριο του 1947 η αστυνομία άρχισε να συλλαμβάνει ηγέτες του Κόμματος των Μικροκαλλιεργητών, κατηγορώντας τους για "συνωμοσία κατά της Δημοκρατίας". Αρκετές εξέχουσες προσωπικότητες αποφάσισαν να μεταναστεύσουν ή αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένου του Πρωθυπουργού Φέρεντς Νάγκυ τον Μάιο του 1947. Αργότερα ο Μάτιας Ράκοσι καυχιόταν ότι είχε εξουδετερώσει τους συνεργάτες του στην κυβέρνηση, ένας προς έναν, "κόβοντάς τους σαν φέτες σαλαμιού".

    Στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές τον Αύγουστο του 1947 οι Κομμουνιστές προέβησαν σε εκτεταμένη εκλογική νοθεία με ψηφοφορία απόντων, αλλά παρόλα αυτά, κατάφεραν να αυξήσουν το μερίδιό τους στο Κοινοβούλιο από 17% μόνο σε 24%. Οι Σοσιαλδημοκράτες (τότε υπάκουοι σύμμαχοι των Κομμουνιστών) έλαβαν 15% σε αντίθεση με το 17% τους το 1945. Το Κόμμα των Μικροκαλλιεργητών έχασε μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του και κατέληξε με 15%, αλλά οι πρώην ψηφοφόροι τους στράφηκαν προς τρία νέα κεντροδεξιά κόμματα που φαινόταν πιο αποφασισμένα να αντισταθούν στην κομμουνιστική επίθεση: το συνολικό μερίδιό τους στις συνολικές ψήφους ήταν 35%.

    Μετά και τη δεύτερη αποτυχία τους στις κάλπες οι Κομμουνιστές άλλαξαν τακτική και, με νέες εντολές από τη Μόσχα, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το δημοκρατικό προσωπείο και να επισπεύσουν την ανάληψη της εξουσίας. Τον Ιούνιο του 1948 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αναγκάστηκε να "συγχωνευθεί" με το Κομμουνιστικό Κόμμα για να δημιουργήσουν το Ουγγρικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού, στο οποίο κυριαρχούσαν οι Κομμουνιστές. Οι αντικομμουνιστές ηγέτες των Σοσιαλδημοκρατών, όπως ο Κάρολι Πέγερ και η Άννα Κέτλυ, αναγκάστηκαν να εξοριστούν ή να αποκλειστούν από το κόμμα. Λίγο αργότερα ο Πρόεδρος Ζόλταν Τίλντυ απομακρύνθηκε επίσης από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από έναν πλήρως συνεργαζόμενο Σοσιαλδημοκράτη, τον Αρπαντ Σάκασιτς.

    Τελικά όλα τα «δημοκρατικά» κόμματα οργανώθηκαν σε ένα λεγόμενο Λαϊκό Μέτωπο τον Φεβρουάριο του 1949, χάνοντας έτσι ακόμη και τα υπολείμματα της αυτονομίας τους. Ηγέτης του Λαϊκού Μετώπου ήταν ο ίδιος ο Ράκοσι. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης κηρύχθηκαν απλώς παράνομα και οι ηγέτες τους συνελήφθησαν ή εξαναγκάστηκαν σε εξορία.

    Στις 18 Αυγούστου 1949 το κοινοβούλιο ψήφισε το ουγγρικό Σύνταγμα του 1949, που διαμορφώθηκε σύμφωνα με το σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης του 1936. Το όνομα της χώρας άλλαξε σε Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας, "η χώρα των εργατών και των αγροτών" όπου "όλες τις εξουσίες κατέχει ο εργαζόμενος λαός". Ο σοσιαλισμός κηρύχθηκε ο κύριος στόχος του έθνους και ένα νέο εθνόσημο υιοθετήθηκε με κομμουνιστικά σύμβολα όπως το κόκκινο αστέρι, το σφυρί και το δρεπάνι.

    Στην Ουγγαρία κατέφυγαν μετά τη λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου πολλοί Έλληνες Κομμουνιστές διανοούμενοι όπως η Φούλα Χατζιδάκη καθώς και πολλοί τραυματίες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας[67][68]. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο ιδρύθηκε από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου Πολέμου το χωριό Μπελογιάννης στην επαρχία Φεγιέρ της Ουγγαρίας[69].

    Σταλινική εποχή (1949–1956)

    Ο Μάτιας Ράκοσι, που ως γενικός γραμματέας του Ουγγρικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού ήταν εκ των πραγμάτων ο ηγέτης της Ουγγαρίας, διέθετε πρακτικά απεριόριστη εξουσία και απαιτούσε πλήρη υπακοή από τους συντρόφους του στο Κόμμα, συμπεριλαμβανομένων των δύο πιο έμπιστων από αυτούς, των Ερνε Γκέρε και Μίχαλυ Φάρκας. Και οι τρεις επέστρεψαν στην Ουγγαρία από τη Μόσχα, όπου είχαν περάσει πολλά χρόνια και είχαν στενούς δεσμούς με υψηλόβαθμους Σοβιετικούς ηγέτες. Οι κύριοι αντίπαλοί τους στο κόμμα ήταν οι «Ουγγρικοί» κομμουνιστές που ηγούντο του παράνομου κόμματος κατά τη διάρκεια του πολέμου και ήταν πολύ πιο δημοφιλείς στις τάξεις του κόμματος.

    Ο πιο σημαντικός ηγέτης τους, ο Λάσλο Ράικ, που ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών, συνελήφθη τον Μάιο του 1949. Κατηγορήθηκε για μάλλον εξωπραγματικά εγκλήματα, όπως κατασκοπεία για τις Δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τη Γιουγκοσλαβία (που ήταν επίσης κομμουνιστική χώρα, αλλά σε πολύ κακές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή). Στη δίκη του τον Σεπτέμβριο του 1949 έκανε μια αναγκαστική ομολογία ότι ήταν πράκτορας του Μίκλος Χόρτυ, του Λέων Τρότσκι, του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Παραδέχθηκε επίσης ότι είχε λάβει μέρος σε μια συνωμοσία δολοφονίας των Μάτιας Ράκοσι και Ερνε Γκέρε. Ο Ράικ κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε. Τα επόμενα τρία χρόνια, άλλοι ηγέτες του κόμματος που έπεσαν σε δυσμένεια, όπως πρώην Σοσιαλδημοκράτες ή άλλοι Ούγγροι εκτός νόμου κομμουνιστές, όπως ο Γιάνος Κάνταρ, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν με κατηγορίες.

    Η εικονική δίκη του Ράικ θεωρείται η αρχή της χειρότερης περιόδου της δικτατορίας του Ράκοσι. Ο Ράκοσι προσπάθησε τώρα να επιβάλει ολοκληρωτική κυριαρχία στην Ουγγαρία. Η κεντρικά ενορχηστρωμένη προσωπολατρεία, που επικεντρώθηκε στον ίδιο και τον Ιωσήφ Στάλιν, σύντομα έφτασε σε πρωτοφανείς αναλογίες. Οι φωτογραφίες και οι προτομές του Ράκοσι ήταν παντού και όλοι οι δημόσιοι ομιλητές έπρεπε να δοξάζουν τη σοφία και την ηγεσία του. Εν τω μεταξύ η μυστική αστυνομία, με επικεφαλής τον τον ίδιο τον Ράκοσι μέσω του Γκέμπορ Πέτερ, καταδίωκε ανελέητα όλους τους «ταξικούς εχθρούς» και τους «εχθρούς του λαού».

    Υπολογίζεται ότι περίπου 2.000 άτομα εκτελέστηκαν και πάνω από 100.000 φυλακίστηκαν. Περίπου 44.000 κατέληξαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, όπου πολλοί πέθαναν εξαιτίας φρικτών εργασιακών συνθηκών, κακής διατροφής και πρακτικά χωρίς ιατρική περίθαλψη. Άλλοι 15.000 άνθρωποι, ως επί το πλείστον πρώην αριστοκράτες, βιομηχανικοί, στρατιωτικοί στρατηγικοί και άλλοι άνθρωποι των ανώτερων τάξεων απελάθηκαν από την πρωτεύουσα και άλλες πόλεις σε χωριά της υπαίθρου όπου αναγκάστηκαν να κάνουν σκληρή γεωργική εργασία. Αυτές οι πολιτικές συνάντησαν την αντίδραση αρκετών μελών του Ουγγρικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού και περίπου 200.000 εκδιώχθηκαν από τον Ράκοσι από την οργάνωσή του.

    Χωριό Μπελογιάννης

    Ο Μπελογιάννης (ουγγρικά: Beloiannisz) είναι χωριό της Ουγγαρίας που ιδρύθηκε από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου πολέμου στη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη. Το χωριό Μπελογιάννης είναι από τα νεότερα της Ουγγαρίας. Η ανοικοδόμησή του άρχισε στις 6 Μαΐου 1950 και χτίστηκε από εθελοντές. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ανεγέρθηκαν 418 σπίτια, το σχολείο, ο παιδικός σταθμός, η βιβλιοθήκη, το λαϊκό μέγαρο, το ιατρείο και το δημαρχείο.

    Αρχικά ονομάστηκε Γκερεγκφάλβα (Görögfalva), δηλαδή Ελληνοχώρι, αφού προοριζόταν να φιλοξενήσει εξόριστους Έλληνες, ηττημένους αριστερούς του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-49. Στις 3 Απριλίου 1952 μετονομάστηκε σε Μπελογιάννης (Beloiannisz στα ουγγρικά) προς τιμήν του αγωνιστή της αντίστασης Νίκου Μπελογιάννη, που είχε εκτελεστεί στην Ελλάδα λίγες μέρες νωρίτερα, λόγω της συμμετοχής του στην υπόθεση των ασυρμάτων. Τότε το χωριό είχε 1.850 κατοίκους.

    Μετά το 1974 και κυρίως μετά το 1982 αρκετοί κάτοικοι επέστρεψαν στην Ελλάδα, όταν τους επιτράπηκε η επιστροφή. Όμως αρκετοί, ιδίως οι νεότεροι, έμειναν στην Ουγγαρία. Σήμερα η πλειονότητα των κατοίκων εργάζεται στις κοντινές πόλεις Σαζχαλομμπάτα και Ντουναουιβάρος. Πολλοί διατηρούν ακόμα την ελληνική ταυτότητα.

    Το 1996 κτίστηκε ελληνορθόδοξη εκκλησία. Στην επέτειο των 50 ετών από την ίδρυση του χωριού, το επισκέφτηκε και λειτούργησε στην εκκλησία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

    Στην απογραφή του 2001 οι κάτοικοι δήλωσαν τις εξής εθνικότητες:

    Έλληνες: 23,4% Ούγγροι: 61,4% Ρουμάνοι: 0,3% Δεν απάντησαν: 14,9%

    Στις 21 Μαΐου 2015, αντιπροσωπεία της Βουλής των Ελλήνων, μαζί με τον Έλληνα πρέσβη στην Ουγγαρία, Δημήτρη Γιαννακάκη, επισκέφτηκαν το χωριό και συνάντησαν τους τοπικούς παράγοντες, καθώς και τους ιθύνοντες της τοπικής ελληνικής κοινότητας.[70][71]

    Εθνικοποίηση της οικονομίας

    Το 1950 το κράτος έλεγχε πλέον το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας, καθώς όλες οι μεγάλες και μεσαίες βιομηχανικές εταιρείες, τα εργοστάσια, τα ορυχεία, οι κάθε είδους τράπεζες, καθώς και όλες οι εταιρείες λιανικού και εξωτερικού εμπορίου εθνικοποιήθηκαν χωρίς καμία αποζημίωση. Ακολουθώντας πιστά τη σοβιετική οικονομική πολιτική ο Ράκοσι διακήρυξε ότι η Ουγγαρία θα γίνει μια "χώρα σιδήρου και χάλυβα", έστω και αν η Ουγγαρία στερείτο τελείως σιδηρομεταλλευμάτων. Η αναγκαστική ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας εξυπηρετούσε στρατιωτικούς σκοπούς, νοούμενη ως προετοιμασία για τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά του "Δυτικού ιμπεριαλισμού". Δυσανάλογο ποσοστό των πόρων της χώρας ξοδεύονταν στην οικοδόμηση ολόκληρων νέων βιομηχανικών πόλεων ενώ το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν ακόμη σε ερείπια μετά τον πόλεμο. Παραδοσιακοί τομείς της Ουγγαρίας, όπως οι αγροτικές και υφαντουργικές βιομηχανίες, παραμελήθηκαν.

    Οι μεγάλες γεωργικές ιδιοκτησίες είχαν χωριστεί και διανεμηθεί σε φτωχούς αγρότες ήδη από το 1945. Στη γεωργία η κυβέρνηση προσπάθησε να αναγκάσει τους ανεξάρτητους αγρότες να συμμετέχουν σε συνεταιρισμούς, στους οποίους θα γίνονταν απλώς αμειβόμενοι εργάτες, αλλά πολλοί από αυτούς αντιστάθηκαν πεισματικά. Η κυβέρνηση αντέδρασε με όλο και υψηλότερες απαιτήσεις παράδοσης τροφίμων, που επιβάλλονταν στην αγροτική παραγωγή. Οι πλούσιοι αγρότες, ονομαζόμενοι "κουλάκοι" στα ρώσικα, κηρύχθηκαν "ταξικοί εχθροί" και υπέστησαν κάθε είδους διάκριση από φυλάκιση μέχρι απώλεια της περιουσίας τους. Με αυτούς απομακρύνθηκαν από την παραγωγή μερικοί από τους ικανότερους αγρότες. Η μείωση της γεωργικής παραγωγής οδήγησε σε συνεχή έλλειψη τροφίμων, ιδίως κρέατος.

    Ο Ράκοσι επέκτεινε γρήγορα το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουγγαρίας. Με αυτό απέβλεπε να αντικαταστήσει τη μορφωμένη τάξη του παρελθόντος με αυτό που αποκαλούσε "εργατική διανόηση". Μαζί με αποτελέσματα όπως καλύτερη εκπαίδευση για τους φτωχούς, περισσότερες ευκαιρίες για τα παιδιά της εργατικής τάξης και τον αυξημένο αλφαβητισμό γενικά, το μέτρο αυτό περιλάμβανε τη διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Επίσης, στο πλαίσιο του χωρισμού κράτους και εκκλησίας, πρακτικά όλα τα θρησκευτικά σχολεία πέρασαν στην ιδιοκτησία του κράτους και η θρησκευτική εκπαίδευση καταγγέλθηκε ως οπισθοδρομική προπαγάνδα σταδιακά εξαλείφθηκε από τα σχολεία.

    Οι Ουγγρικές υπέστησαν συστηματικά εκφοβισμό. Ο Καρδινάλιος Γιόζεφ Μίντσεντυ, που είχε εναντιωθεί γενναία στους Γερμανούς Ναζί και στους Ούγγρους Φασίστες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1948 και κατηγορήθηκε για προδοσία. Μετά από πέντε βδομάδες κράτησης (που περιλάμβανε βασανιστήρια) ομολόγησε τις εναντίον του κατηγορίες και καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη. Οι Προτεσταντικές εκκλησίες διώχθηκαν επίσης και οι ηγέτες τους αντικαταστάθηκαν από εκείνους που ήταν πρόθυμοι να παραμείνουν πιστοί στην κυβέρνηση του Ράκοσι.

    Οι νέοι Ούγγροι στρατιωτικοί έστησαν βιαστικά προδιαγεγραμμένες δίκες για τη δίωξη "ναζιστικών υπολειμμάτων και ιμπεριαλιστικών δολιοφθορέων". Πολλοί αξιωματικοί καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν το 1951, όπως ο διακεκριμένος ιπτάμενος άσος της Βασιλικής Ουγγρικής Πολεμικής Αεροπορίας, που είχε εθελοντικά επιστρέψει από την αιχμαλωσία στις ΗΠΑ, για να βοηθήσει στην αναβίωση της Ουγγρικής αεροπορίας. Τα θύματα αποκαταστάθηκαν μετά θάνατον μετά την ανατροπή του κομμουνισμού.

    Το 1953 ξεκίνησαν στη Βουδαπέστη οι προετοιμασίες για μια στημένη δίκη, [72]που να αποδείξει ότι ο Ραούλ Βάλενμπεργκ δεν είχε εξαφανιστεί το 1945 στη Σοβιετική Ένωση, αλλά ήταν θύμα των "κοσμοπολιτών Σιωνιστών". Για τους σκοπούς της δίκης αυτής τρεις Εβραίοι ηγέτες και δύο επίδοξοι μάρτυρες συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν με βασανιστήρια. Η στημένη δίκη ξεκίνησε στη Μόσχα, ακολουθώντας την αντισιωνιστική εκστρατεία του Στάλιν. Μετά τον θάνατο του Στάλιν και του Λαβρέντι Μπέρια οι προετοιμασίες για τη δίκη σταμάτησαν και οι συλληφθέντες απελευθερώθηκαν.

    Ανταγωνισμός μεταξύ των κομμουνιστών ηγετών

    Οι προτεραιότητες του Ράκοσι για την οικονομία ήταν η ανάπτυξη της στρατιωτικής και της βαριάς βιομηχανίας και η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων στη Σοβιετική Ένωση. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου δεν ήταν προτεραιότητα και για αυτό τον λόγο οι κάτοικοι της Ουγγαρίας είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει. Αν και η κυβέρνησή του γινόταν ολοένα και πιο αντιδημοφιλής, κρατιόταν γερά στην εξουσία έως ότου ο Στάλιν πέθανε στις 5 Μαρτίου 1953 και ξεκίνησε στη Μόσχα η ταραχώδης πάλη για την εξουσία. Κάποιοι από τους Σοβιετικούς ηγέτες αντιλήφθηκαν τη μη δημοτικότητα του Ουγγρικού καθεστώτος και διέταξαν τον Ράκοσι να παραιτηθεί από τη θέση του πρωθυπουργού υπέρ ενός άλλου πρώην κομμουνιστή εξόριστου στη Μόσχα, του Ίμρε Νάγκυ, που ήταν ο βασικός αντίπαλος του Ράκοσι στο κόμμα. Ο Ράκοσι, ωστόσο, διατήρησε τη θέση του γενικού γραμματέας του Ουγγρικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού και τα επόμενα τρία χρόνια οι δύο άνδρες συμμετείχαν σε ένα σφοδρό αγώνα για εξουσία.

    Ως νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας ο Ίμρε Νάγκυ χαλάρωσε ελαφρώς τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ενθάρρυνε τη δημόσια συζήτηση για πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Προκειμένου να βελτιώσει το γενικό βιοτικό επίπεδο αύξησε την παραγωγή και τη διανομή καταναλωτικών αγαθών και μείωσε τον φόρο και τις ποσοστώσεις των αγροτών. Ο Νάγκυ έκλεισε επίσης τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, απελευθέρωσε τους περισσότερους πολιτικούς κρατουμένους - στους Κομμουνιστές επιτράπηκε να επιστρέψουν στις τάξεις του κόμματος- και περιόρισε τη μυστική αστυνομία, της οποίας ο μισητός επικεφαλής, Γκάμπορ Πέτερ, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε το 1954. Όλες αυτές οι μάλλον μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις του χάρισαν ευρεία δημοτικότητα στη χώρα, ειδικά μεταξύ των αγροτών και των αριστερών διανοουμένων.

    Μετά από μια αλλαγή στη Μόσχα, όπου ο Γκεόργκι Μαλενκόφ, πρωταρχικός προστάτης του Νάγκυ, έχασε τον αγώνα εξουσίας εναντίον του Χρουστσόφ, ο Μάτιας Ράκοσι ξεκίνησε μια αντεπίθεση κατά του Νάγκυ. Στις 9 Μαρτίου 1955 η Κεντρική Επιτροπή του Ουγγρικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού καταδίκασε τον Νάγκυ για «δεξιά απόκλιση». Οι ουγγρικές εφημερίδες συμμετείχαν στις επιθέσεις και ο Νάγκυ κατηγορήθηκε ότι ήταν υπεύθυνος για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Στις 18 Απριλίου απολύθηκε από τη θέση του με ομόφωνη ψήφο της Εθνοσυνέλευσης. Λίγο αργότερα ο Νάγκυ αποκλείστηκε ακόμη και από το κόμμα και αποσύρθηκε προσωρινά από την πολιτική. Ο Ράκοσι έγινε και πάλι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Ουγγαρίας.

    Η δεύτερη θητεία του Ράκοσι, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ. Η εξουσία του υπονομεύτηκε από μια ομιλία του Νικίτα Χρουστσόφ τον Φεβρουάριο του 1956, στην οποία κατήγγειλε τις πολιτικές του Ιωσήφ Στάλιν και των οπαδών του στην Ανατολική Ευρώπη, ειδικά τις επιθέσεις κατά της Γιουγκοσλαβίας και τη διάδοση της προσωπολατρείας. Στις 18 Ιουλίου 1956 Σοβιετικοί ηγέτες που επισκέφθηκαν τη χώρα απομάκρυναν τον Ράκοσι από όλες τις θέσεις του και τον επιβίβασαν σε αεροπλάνο με προορισμό τη Σοβιετική Ένωση, για να μην επιστρέψει ποτέ στην Ουγγαρία. Αλλά οι Σοβιετικοί έκαναν ένα μεγάλο λάθος με τον διορισμό του στενού φίλου και συμμάχου του Ερνε Γκέρε ως διαδόχου του, που ήταν εξίσου αντιδημοφιλής και συνυπεύθυνος για τα περισσότερα εγκλήματα του Ράκοσι.

    Την πτώση του Ράκοσι ακολούθησε ένα κύμα μεταρρυθμιστικής αναταραχής τόσο μέσα όσο και έξω από το κόμμα. Ο Λάσλο Ράικ και οι σύντροφοί του, θύματα της στημένης δίκης του 1949, απαλλάχθηκαν από όλες τις κατηγορίες και στις 6 Οκτωβρίου 1956 το Κόμμα ενέκρινε την επαναταφή τους, την οποία παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και κατέληξε σε σιωπηλή διαδήλωση κατά των εγκλημάτων του καθεστώτος. Στις 13 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε ότι ο Ίμρε Νάγκυ ξαναέγινε μέλος του κόμματος.

    Επανάσταση του 1956 και μετά
    Κύριο λήμμα: Ουγγρική Επανάσταση του 1956
     Σοβιετικό τανκ προσπαθεί να καθαρίσει οδόφραγμα στη Βουδαπέστη, Οκτώβριος 1956.

    Στις 23 Οκτωβρίου 1956 μια ειρηνική φοιτητική διαδήλωση στη Βουδαπέστη παρουσίασε έναν κατάλογο με 16 Αιτήματα των Ούγγρων Επαναστατών για μεταρρυθμίσεις και μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία. Καθώς οι φοιτητές προσπάθησαν να προπαγανδίσουν αυτά τα αιτήματα η Κρατική Αρχή Προστασίας έκανε κάποιες συλλήψεις και προσπάθησε να διαλύσει το πλήθος με δακρυγόνα. Όταν οι φοιτητές προσπάθησαν να απελευθερώσουν τους συλληφθέντες η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους, πυροδοτώντας μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν στην Ουγγρική Επανάσταση του 1956.

    Εκείνο το βράδυ αξιωματικοί και στρατιώτες ενώθηκαν με τους φοιτητές στους δρόμους της Βουδαπέστης. Το άγαλμα του Στάλιν γκρεμίστηκε και οι διαδηλωτές φώναξαν «Έξω οι Ρώσοι», «Κάτω ο Γκέρε» και «Ζήτω ο Νάγκυ». Η Κεντρική Επιτροπή του Ουγγρικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού απάντησε σε αυτές τις εξελίξεις ζητώντας από τους Σοβιετικούς στρατιωτική επέμβαση και αποφασίζοντας ο Ίμρε Νάγκυ να γίνει επικεφαλής μιας νέας κυβέρνησης. Τα σοβιετικά τανκς μπήκαν στη Βουδαπέστη στις 2 π.μ. στις 24 Οκτωβρίου.

    Στις 25 Οκτωβρίου σοβιετικά άρματα μάχης άνοιξαν πυρ εναντίον διαδηλωτών στην Πλατεία του Κοινοβουλίου. Ένας δημοσιογράφος που ήταν εκεί μέτρησε 12 πτώματα και υπολόγισε ότι 170 τραυματίστηκαν. Συγκλονισμένη από αυτά τα γεγονότα η Κεντρική Επιτροπή του Ουγγρικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού ανάγκασε τον Ερνε Γκέρε να παραιτηθεί από το αξίωμά του και τον αντικατέστησε με τον Γιάνος Κάνταρ.

    Ο Ίμρε Νάγκυ πήγε τώρα στο Ράντιο Κόσουτ (εθνικό ραδιοσταθμό) και ανακοίνωσε ότι ανέλαβε την ηγεσία της κυβέρνησης ως πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών. Υποσχέθηκε επίσης "τον εκτεταμένο εκδημοκρατισμό της ουγγρικής δημόσιας ζωής, την πραγματοποίηση ενός ουγγρικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό σύμφωνα με τα δικά μας εθνικά χαρακτηριστικά και την υλοποίηση του υψηλού εθνικού μας στόχου: τη ριζική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων".

    Στις 28 Οκτωβρίου ο Νάγκυ και μια ομάδα υποστηρικτών του, συμπεριλαμβανομένων των Γιάνος Κάνταρ, Γκέζα Λόσονζυ, Ανταλ, Κάρολυ Κις, Φέρεντς Μύνιχ και Ζόλταν Σάμπο, κατάφεραν να αναλάβουν τον έλεγχο του Ουγγρικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού. Ταυτόχρονα, συγκροτήθηκαν επαναστατικά εργατικά συμβούλια και τοπικές εθνικές επιτροπές σε όλη την Ουγγαρία.

    Η αλλαγή της ηγεσίας στο κόμμα αντικατοπτρίστηκε στα άρθρα της κυβερνητικής εφημερίδας Szabad Nép ("Ελεύθερος Λαός"). Στις 29 Οκτωβρίου η εφημερίδα καλωσόρισε τη νέα κυβέρνηση και επέκρινε ανοιχτά τις σοβιετικές προσπάθειες να επηρεάσουν την πολιτική κατάσταση στην Ουγγαρία. Αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε από το Ράντιο Μίσκολτς, που ζήτησε την άμεση αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από τη χώρα.

    Στις 30 Οκτωβρίου ο Ίμρε Νάγκυ ανακοίνωσε ότι απελευθερώνει τον Καρδινάλιο Γιόζεφ Μίντσεντυ και άλλους πολιτικούς κρατούμενους. Ενημέρωσε επίσης τον λαό ότι η κυβέρνησή του σκόπευε να καταργήσει το μονοκομματικό κράτος. Ακολούθησαν δηλώσεις των Ζόλταν Τίλντυ, Αννα Κέτλυ και Φέρεντς Φάρκας σχετικά με την επανανομιμοποίηση του Κόμματος των Μικροκαλλιεργητών, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Κόμματος Πέτεφι (πρώην Αγροτικού).

    Η πιο επίμαχη απόφαση του Νάγκυ ελήφθη την 1η Νοεμβρίου, όταν ανακοίνωσε ότι η Ουγγαρία σκόπευε να αποσυρθεί από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και διακήρυξε την ουδετερότητα της Ουγγαρίας. Ζήτησε από τα Ηνωμένα Έθνη να πάρουν θέση στη διαμάχη της χώρας με τη Σοβιετική Ένωση.

    Στις 3 Νοεμβρίου ο Νάγκυ ανακοίνωσε λεπτομέρειες για την κυβέρνηση συνασπισμού του. Περιλάμβαναν τους Κομμουνιστές (Γιάνος Κάνταρ, Γκέοργκ Λούκατς, Γκέζα Λόσονζυ), τρία μέλη του Κόμματος των Μικροκαλλιεργητών (Ζόλταν Τίλντυ, Μπέλα Κόβατς και Ιστβαν Σάμπο), τρεις Σοσιαλδημοκράτες (Άννα Κέτλυ, Γκιούλα Κέλεμαν, Γιόζεφ Φίσερ) και δύο Αγροτικών Πέτεφι (Ιστβαν Μπίμπο και Φέρεντς Φάρκας). Ο Παλ Μάλετερ διορίστηκε υπουργός Άμυνας.

    Ο Νικίτα Χρουστσόφ, ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, ανησυχούσε όλο και περισσότερο για αυτές τις εξελίξεις και στις 4 Νοεμβρίου 1956 έστειλε στην Ουγγαρία τον Κόκκινο Στρατό. Τα σοβιετικά άρματα μάχης κατέλαβαν αμέσως τα αεροδρόμια της Ουγγαρίας, τους οδικούς κόμβους και τις γέφυρες. Μάχες έγιναν σε όλη τη χώρα, αλλά οι ουγγρικές δυνάμεις γρήγορα νικήθηκαν.

    Κατά τη διάρκεια της Ουγγρικής εξέγερσης περίπου 20.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, σχεδόν όλα κατά τη διάρκεια της σοβιετικής επέμβασης. Ο Ίμρε Νάγκυ συνελήφθη και αντικαταστάθηκε από τον πιστό στους Σοβιετικούς Γιάνος Κάνταρ. Ο Νάγκυ φυλακίστηκε μέχρι την εκτέλεση του το 1958.[73]>Άλλοι υπουργοί ή υποστηρικτές της κυβέρνησης που είτε εκτελέστηκαν είτε πέθαναν σε αιχμαλωσία ήταν μεταξύ άλλων οι Παλ Μάλετερ, Γκέζα Λόσονζυ, Αττίλα Σίγκεντυ και Μίκλος Γκίμες.

    Μετεπαναστατική (ή Κάνταρ) εποχή (1956–1989)

    Μόλις βρέθηκε στην εξουσία ο Γιάνος Κάνταρ ηγήθηκε μιας επίθεσης εναντίον των επαναστατών. 34.600 από αυτούς (δημοκράτες, φιλελεύθεροι, ρεφορμιστές κομμουνιστές) φυλακίστηκαν και 400 σκοτώθηκαν. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ανακοίνωσε μια νέα πολιτική με το σύνθημα «Αυτός που δεν είναι εναντίον μας είναι μαζί μας», τροποποίηση εκείνης του Ράκοσι, «Αυτός που δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Διακήρυξε γενική αμνηστία, σταμάτησε σταδιακά μερικές από τις υπερβολές της μυστικής αστυνομίας και εισήγαγε μια σχετικά φιλελεύθερη πολιτιστική και οικονομική πορεία με σκοπό να ξεπεραστεί η εχθρότητα μετά το 1956 απέναντι στον ίδιο και το καθεστώς του.

    Το 1966 η Κεντρική Επιτροπή ενέκρινε το "Νέο Οικονομικό Μηχανισμό", μέσω του οποίου προσπάθησε να ανοικοδομήσει την οικονομία, να αυξήσει την παραγωγικότητα, να καταστήσει την Ουγγαρία πιο ανταγωνιστική στις παγκόσμιες αγορές και να δημιουργήσει ευημερία για να εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα. Κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες σχετικής εσωτερικής ηρεμίας η κυβέρνηση του Κάνταρ αντιμετώπισε τόσο πιέσεις για μικρές πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όσο και σε αντίθετες από τους αντιπάλους των μεταρρυθμίσεων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε επιτύχει κάποιες μακροχρόνιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και περιορισμένη πολιτική φιλελευθεροποίηση και ακολούθησε μια εξωτερική πολιτική που ενθάρρυνε περισσότερο εμπόριο με τη Δύση. Παρ 'όλα αυτά ο Νέος Οικονομικός Μηχανισμός οδήγησε στην αύξηση του εξωτερικού χρέους που προέκυψε από τη χρηματοδότηση μη κερδοφόρων βιομηχανιών.

    Η μετάβαση της Ουγγαρίας σε δημοκρατία δυτικού τύπου ήταν μια από τις πιο ομαλές μεταξύ του πρώην Σοβιετικού Μπλοκ. Μέχρι τα τέλη του 1988 ακτιβιστές εντός του κόμματος και της γραφειοκρατίας και διανοούμενοι της Βουδαπέστης αύξησαν την πίεση για αλλαγή. Μερικά από αυτά έγιναν μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές, ενώ άλλοι δημιούργησαν κινήματα που επρόκειτο να εξελιχθούν σε κόμματα. Οι νέοι φιλελεύθεροι σχημάτισαν την Ομοσπονδία Νέων Δημοκρατών (Fidesz), ένας πυρήνας από τη λεγόμενη Δημοκρατική Αντιπολίτευση δημιούργησε τη Συμμαχία Ελεύθερων Δημοκρατών (SZDSZ) και η εθνική αντιπολίτευση ίδρυσε το Ουγγρικό Δημοκρατικό Φόρουμ (MDF). Ο πολιτικός ακτιβισμός εντάθηκε σε επίπεδο που είχε να φανεί από την επανάσταση του 1956.

    Τέλος του κομμουνισμού

    Το 1988 ο Κάνταρ αντικαταστάθηκε από Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος και ο κομμουνιστής μεταρρυθμιστής ηγέτης Ιμρε Πόσγκαϋ έγινε δεκτός στο Πολιτικό Γραφείο. Το 1989 το Κοινοβούλιο ενέκρινε μια «δέσμη μέτρων για τη δημοκρατία» που περιελάμβανε τον πλουραλισμό των συνδικαλιστικών οργανώσεων, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, του συνέρχεσθαι και του τύπου, νέο εκλογικό νόμο και τον Οκτώβριο του 1989 ριζική αναθεώρηση του συντάγματος. Έκτοτε η Ουγγαρία μεταρρύθμισε την οικονομία της και αύξησε τις σχέσεις της με τη Δυτική Ευρώπη. Έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004.

    Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον Φεβρουάριο του 1989 ενέκρινε κατ 'αρχήν το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα και τον χαρακτηρισμό της επανάστασης του Οκτωβρίου 1956 ως «λαϊκής εξέγερσης», με τα λόγια του Πόσγκαϋ, του οποίου το μεταρρυθμιστικό κίνημα ενισχυόταν, καθώς ο αριθμός των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος μειώθηκε δραματικά. Στη συνέχεια οι σημαντικότεροι πολιτικοί αντίπαλοι του Κάνταρ συνεργάστηκαν για τη σταδιακή μετάβαση της χώρας στη δημοκρατία. Η Σοβιετική Ένωση περιόρισε την εμπλοκή της υπογράφοντας συμφωνία τον Απρίλιο του 1989 για την απόσυρση των Σοβιετικών δυνάμεων έως τον Ιούνιο του 1991.

    Η εθνική ενότητα κορυφώθηκε τον Ιούνιο του 1989 καθώς η χώρα έκανε επαναταφή του Ιμρε Νάγκυ, των συνεργατών του και, συμβολικά, όλων των άλλων θυμάτων της επανάστασης του 1956. Μια Ουγγρική Εθνική Στρογγυλή Τράπεζα, που περιελάμβανε εκπροσώπους των νέων κομμάτων και ορισμένων επανασυσταθέντων παλαιών κομμάτων (όπως οι Μικροκαλλιεργητές και οι Σοσιαλδημοκράτες), του Κομμουνιστικού Κόμματος και διάφορων κοινωνικών ομάδων, συνήλθε στα τέλη του καλοκαιριού του 1989 για να συζητήσει σημαντικές αλλαγές του Ουγγρικού συντάγματος, για την προετοιμασία των ελεύθερων εκλογών και για τη μετάβαση σε ένα πλήρως ελεύθερο και δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.

    Τον Οκτώβριο του 1989 το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκάλεσε το τελευταίο του συνέδριο και επανιδρύθηκε ως Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (MSZP). Σε μια ιστορική σύνοδο στις 16-20 Οκτωβρίου 1989 το Κοινοβούλιο ενέκρινε νομοθεσία που προέβλεπε πολυκομματικές κοινοβουλευτικές εκλογές και άμεσες προεδρικές εκλογές. Η νομοθεσία μετέτρεψε την Ουγγαρία από Λαϊκή Δημοκρατία σε Δημοκρατία της Ουγγαρίας, εγγυήθηκε τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα και δημιούργησε μια θεσμική δομή που διασφάλιζε τον διαχωρισμό των εξουσιών, δικαστικής, εκτελεστικής και νομοθετικής. Κατά την επέτειο της επανάστασης του 1956, στις 23 Οκτωβρίου, ανακηρύχθηκε επίσημα η Ουγγρική Δημοκρατία από τον προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Μάτιας Σύρες, αντικαθιστώντας τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Το αναθεωρημένο σύνταγμα προάσπιζε επίσης τις «αξίες της αστικής δημοκρατίας και του δημοκρατικού σοσιαλισμού» και παρείχε το ίδιο καθεστώς στη δημόσια και την ιδιωτική ιδιοκτησία.

    Τρίτη Δημοκρατία (από το 1989) Ίδρυση

    Οι πρώτες ελεύθερες κοινοβουλευτικές εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο του 1990, ήταν ουσιαστικά ένα δημοψήφισμα για τον κομμουνισμό. Οι ανανεωμένοι και μεταρρυθμισμένοι κομμουνιστές είχαν φτωχές επιδόσεις παρά το γεγονός ότι είχαν περισσότερα από τα συνηθισμένα πλεονεκτήματα ενός «κατεστημένου» κόμματος. Τα λαϊκιστικά, κεντροδεξιά και φιλελεύθερα κόμματα τα πήγαν καλύτερα, με το Ουγγρικό Δημοκρατικό Φόρουμ (MDF) να κερδίζει το 43% των ψήφων και τη Συμμαχία των Ελεύθερων Δημοκρατών (SZDSZ) το 24%. Με πρωθυπουργό τον Γιόζεφ Ανταλ το MDF σχημάτισε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού με το Ανεξάρτητο Κόμμα των Μικροκαλλιεργητών (FKGP) και το Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (KDNP) με πλειοψηφία 60% στο κοινοβούλιο. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης περιελάμβαναν το SZDSZ, το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (MSZP) και τη Συμμαχία Νέων Δημοκρατών (Fidesz).

     Απόσυρση των Σοβιετικών στρατευμάτων από την Ουγγαρία, 1 Ιουλίου 1990

    Μεταξύ 12 Μαρτίου 1990 και 19 Ιουνίου 1991 τα Σοβιετικά στρατεύματα ("Ομάδα Στρατού του Νότου") έφυγαν από την Ουγγαρία. Ο συνολικός αριθμός Σοβιετικών στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων στην Ουγγαρία ήταν περίπου 100.000, με αρκετό εξοπλισμό. Η απόσυρση πραγματοποιήθηκε με 35.000 σιδηροδρομικά βαγόνια. Οι τελευταίες μονάδες που διοικούσε ο στρατηγός Βίκτορ Σίλοφ διέσχισαν τα σύνορα Ουγγαρίας-Ουκρανίας στο Ζάχονι-Τσοπ.

    Ο Πέτερ Μπόρος διαδέχθηκε ως πρωθυπουργός μετά τον θάνατό του τον Ανταλ τον Δεκέμβριο του 1993. Οι κυβερνήσεις συνασπισμού Ανταλ/ Μπόρος αγωνίστηκαν να δημιουργήσουν μια λειτουργική κοινοβουλευτική δημοκρατία σε μια οικονομία της αγοράς και να διαχειριστούν τις σχετικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις που προέκυψαν από την κατάρρευση του πρώην κομμουνιστικού συστήματος. Η τεράστια πτώση του βιοτικού επιπέδου οδήγησε σε τεράστια απώλεια πολιτικής υποστήριξης.

    Στις εκλογές του Μαΐου του 1994 οι Σοσιαλιστές κέρδισαν την πλειοψηφία και το 54% των εδρών (με νέο πρωθυπουργό τον Γκιούλα Χορν) μετά από μια εκστρατεία που επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε οικονομικά ζητήματα και τη σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου μετά το 1990. Αυτό σήμανε επιθυμία επιστροφής στη σχετική ασφάλεια και σταθερότητα της σοσιαλιστικής εποχής, αλλά οι ψηφοφόροι απέρριψαν και τις δεξιές και τις αριστερές ακραίες λύσεις - κανένα τέτοιο κόμμα δεν κέρδισε έδρες στο κοινοβούλιο. Μετά το απογοητευτικό αποτέλεσμα στις εκλογές η ηγεσία του κόμματος Fidesz επέλεξε μια ιδεολογική στροφή από φιλελεύθερο σε συντηρητικό κόμμα. Αυτό προκάλεσε σοβαρό σχίσμα στα μέλη του και πολλά έφυγαν για το άλλο φιλελεύθερο κόμμα, το SZDSZ, που σχημάτισε συνασπισμό με τους σοσιαλιστές, οδηγώντας σε πλειοψηφία άνω των δύο τρίτων.

    Οικονομική μεταρρύθμιση

    Ο συνασπισμός επηρεαζόταν από τον σοσιαλιστή πρωθυπουργού Γκιούλα Χορν, από την οικονομική εστίαση των τεχνοκρατών του (που είχαν εκπαιδευτεί στη Δύση τις δεκαετίες του 1970 και του 1980) και των υποστηρικτών των επιχειρηματιών και από τον φιλελεύθερο εταίρο του συνασπισμού, το SZDSZ. Αντιμετωπίζοντας την απειλή της χρεοκοπίας του κράτους ο Χορν ξεκίνησε οικονομικές μεταρρυθμίσεις και επιθετική πώληση των κρατικών επιχειρήσεων σε πολυεθνικές εταιρείες με αντάλλαγμα τις προσδοκίες για επενδύσεις (με τη μορφή ανοικοδόμησης, επέκτασης και εκσυγχρονισμού). Η σοσιαλιστική-φιλελεύθερη κυβέρνηση υιοθέτησε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας, το "πακέτο Μπόκρος" το 1995, που είχε δραματικές συνέπειες για την κοινωνική σταθερότητα και την ποιότητα ζωής. Η κυβέρνηση εισήγαγε δίδακτρα στα πανεπιστήμια, μερικώς ιδιωτικοποιημένες κρατικές υπηρεσίες, αλλά υποστήριξε την επιστήμη τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, μέσω του ιδιωτικού τομέα. Ακολούθησε εξωτερική πολιτική ένταξης στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και συμφιλίωσης με τις γειτονικές χώρες. Οι επικριτές του υποστήριξαν ότι οι πολιτικές του κυβερνώντος συνασπισμού ήταν πιο δεξιές από εκείνες της προηγούμενης δεξιάς κυβέρνησης.

    Το "πακέτο Μπόκρος" και οι προσπάθειες για ιδιωτικοποιήσεις δεν ήταν δημοφιλείς στους ψηφοφόρους, όπως και τα αυξανόμενα ποσοστά εγκληματικότητας, οι ισχυρισμοί για κυβερνητική διαφθορά και μια προσπάθεια επανεκκίνησης του μη δημοφιλούς προγράμματος κατασκευής φράγματος στον Δούναβη. Αυτή η δυσαρέσκεια μεταξύ των ψηφοφόρων οδήγησε σε αλλαγή κυβέρνησης μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1998.

    Μετά το απογοητευτικό αποτέλεσμα στις εκλογές του 1994 το Fidesz υπό την προεδρία του Βίκτορ Όρμπαν είχε αλλάξει την πολιτική του θέση από φιλελεύθερο σε εθνικό συντηρητικό, [74] προσθέτοντας το «Ουγγρική Συμμαχία πολιτών» (Magyar Polgári Párt) στο ακρωνύμιό του. Η συντηρητική στροφή προκάλεσε σοβαρό σχίσμα στα μέλη. Ο Πέτερ Μόλναρ εγκατέλειψε το κόμμα, όπως και ο Γκάμπορ Φόντορ και η Κλάρα Ουνγκαρ, που εντάχθηκαν στη φιλελεύθερη Συμμαχία Ελεύθερων Δημοκρατών. Το Fidesz του Όρμπαν κέρδισε την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών στις εκλογές του 1998 και σχηματισμό ένα συνασπισμό με τους Μικροϊδιοκτήτες και το Δημοκρατικό Φόρουμ.

    Πρώτη κυβέρνηση Όρμπαν: 1998–2002

    Η νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον Βίκτορ Όρμπαν υποσχέθηκε να επιτύχει ταχύτερη ανάπτυξη, να περιορίσει τον πληθωρισμό και να μειώσει τους φόρους. Κληρονόμησε μια οικονομία με θετικούς οικονομικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένου του αυξανόμενου πλεονάσματος εξαγωγών. Η κυβέρνηση κατάργησε τα δίδακτρα και στόχευε να δημιουργήσει καλές συνθήκες αγοράς για τις μικρές επιχειρήσεις και να ενθαρρύνει την τοπική παραγωγή με εγχώριους πόρους. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική η κυβέρνηση του Όρμπαν συνέχισε να επιδιώκει την ευρωατλαντική ολοκλήρωση ως πρώτη της προτεραιότητα, αλλά υποστήριζε εντονότερα από την προηγούμενη κυβέρνηση τα μειονοτικά δικαιώματα των Ούγγρων στο εξωτερικό. Μετά από δημοψήφισμα το 1997 η Ουγγαρία προσχώρησε στο ΝΑΤΟ το 1999. Το 2002 η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε να δεχτεί την Ουγγαρία, μαζί με 9 άλλες χώρες, ως μέλη την 1η Ιανουαρίου 2004.

    Το Fidesz δέχθηκε κριτική από τους αντιπάλους του για την ερμηνεία του της ιστορίας, ιδίως για την πτώση του κομμουνισμού το 1989. Ενώ το Fidesz υποστήριζε ότι το Σοσιαλιστικό κόμμα είναι ηθικά και νομικά διάδοχος του μισητού κρατικού κόμματος του Κομμουνιστικού παρελθόντος, οι Σοσιαλιστές υποστήριζαν ότι ήταν αυτοί που είχαν πιέσει για αλλαγή από τα μέσα, χλευάζοντας τα μέλη του Fidesz γιατί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τους μόνους δημιουργούς και κληρονόμους της πτώσης του κομμουνισμού.

    Στις εκλογές του 2002 ο αριστερός συνασπισμός MSZP/SZDSZ νίκησε οριακά το δεξιό συνασπισμό Fidesz/MDF σε μια έντονη πολιτική αναμέτρηση, με ρεκόρ συμμετοχής 73% των ψηφοφόρων. Ο Πέτερ Μέντγκυεσυ έγινε ο νέος πρωθυπουργός.

    MSZP: 2002-2010

    Υπό τη σοσιαλιστική-φιλελεύθερη κυβέρνηση η οικονομική ισορροπία της ουγγρικής οικονομίας ξεκίνησε μια ελεύθερη πτώση, ενώ η ποιότητα ζωής, οι υποδομές και η τεχνολογία βελτιώθηκαν. Στις 12 Απριλίου 2003 οι Ούγγροι ψήφισαν για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με 83% των ψήφων υπέρ. Δεδομένου ότι η ΕΕ είχε ήδη αποδεχθεί την Ουγγαρία ως υποψήφιο μέλος, τα τέσσερα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα (MSZP, Fidesz, SZDSZ και MDF) συμφώνησαν να καθορίσουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και πολιτικές και να συνεργαστούν για να προετοιμάσουν τη χώρα για την ένταξη με την ελάχιστη δυνατή ζημιά στην οικονομία και τον λαό, μεγιστοποιώντας παράλληλα τις θετικές επιπτώσεις στη χώρα. Την 1η Μαΐου 2004 η Ουγγαρία έγινε μέλος της ΕΕ.

     Ο Φέρεντς Γκιουρτσάνι το 2006.

    Στις εκλογές του Απριλίου του 2006 οι Ούγγροι αποφάσισαν να επανεκλέξουν την κυβέρνησή τους για πρώτη φορά από το 1989, αν και με ένα νέο πρωθυπουργό, τον Φέρεντς Γκιουρτσάνι. Η αριστερά ενίσχυσε τη θέση της, με τον συνασπισμό των Σοσιαλδημοκρατών (MSZP) και των Φιλελευθέρων (SZDSZ) να φτάνει το 54% των ψήφων και να κερδίζει 210 έδρες αντί των προηγούμενων 198. Κοινοβουλευτικές έδρες κέρδισαν και πάλι τα κόμματα της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου (Fidesz, MDF, SZDSZ, MSZP). Το νέο κοινοβούλιο συγκροτήθηκε στα τέλη Μαΐου 2006 και η νέα κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2006.

    Η νέα κυβέρνηση παρουσίασε σχέδια για την επίτευξη ισορροπίας και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, καταργώντας επιδοτήσεις για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, πράγμα δεν είχε αναφέρει κατά την προεκλογική της εκστρατεία. Ακολούθησαν μαζικές διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησης Γκιουρτσάνι μεταξύ 17 Σεπτεμβρίου και 23 Οκτωβρίου 2006. Ήταν η πρώτη παρατεταμένη διαμαρτυρία στην Ουγγαρία μετά το 1989. Από το 2007, όταν ο αυξημένος πληθωρισμός που προκλήθηκε από τις φορολογικές αυξήσεις μείωσε το βιοτικό επίπεδο, έλαβε χώρα μια πλήρης αναδιάρθρωση της κρατικής διοίκησης, του ενεργειακού τομέα, των σχέσεων με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, του τομέα της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Τα μέλη των επαγγελματικών ενώσεων που επηρεάστηκαν χαρακτήρισαν τα μέτρα ως στερούμενα συζήτησης και συναίνεσης. Η χώρα προσχώρησε στη Συμφωνία Σένγκεν στα τέλη του 2007.

    Το 2008 ο συνασπισμός διαλύθηκε λόγω της διαφωνίας σχετικά με το κατά πόσον η ασφαλιστική πλευρά του τομέα της υγείας πρέπει να ανήκει στο κράτος και οι πολιτικές της να αποφασίζονται από αυτό (όπως προτιμούσαν οι Σοσιαλιστές) ή από ιδιωτικές εταιρείες (όπως προτιμούσαν οι Φιλελεύθεροι). Αυτή τη σύγκρουση ακολούθησε ένα δημόσιο δημοψήφισμα, με πρωτοβουλία του Fidesz, υπέρ της κατάργησης των πανεπιστημιακών διδάκτρων, των άμεσων πληρωμές από τους ασφαλισμένους ασθενείς που λάβαιναν ιατρική φροντίδα και των ημερήσιων πληρωμών στα νοσοκομεία από τους ασφαλισμένους ασθενείς. Αυτό ουσιαστικά σταμάτησε την αναδιάρθρωση της υγειονομικής περίθαλψης, ενώ παρέμεινε εντελώς δημόσια. Εξαιτίας αυτού οι Φιλελεύθεροι εγκατέλειψαν τον συνασπισμό και από τότε οι Σοσιαλιστές κυβερνούσαν ως μειοψηφία.

    Η οικονομική κρίση του 2008 προκάλεσε περαιτέρω δημοσιονομικούς περιορισμούς. Μετά την παραίτηση του Γκιουρτσάνι οι Σοσιαλιστές προώθησαν μια «κυβέρνηση εμπειρογνωμόνων» υπό τον Γκόρντον Μπάιναϊ τον Μάρτιο του 2009, που θα λαμβάνει μόνο σημαντικές μακροοικονομικές αποφάσεις.

    Δεύτερη ως Πέμπτη Κυβέρνηση Όρμπαν: 2010-σήμερα  Βίκτορ Όρμπαν, Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας (1998–2002, 2010 – σήμερα)

    Το Fidesz ανέκτησε την εξουσία στις γενικές εκλογές του 2010, κερδίζοντας σαρωτικά τα δύο τρίτα των εδρών στο Κοινοβούλιο. Στις φθινοπωρινές δημοτικές εκλογές το Fidesz πέτυχε πλειοψηφία σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες και τους δήμους, κερδίζοντας τα παραδοσιακά προπύργια των φιλελεύθερων κομμάτων.

    Η δεύτερη κυβέρνηση Όρμπαν παρουσίασε το νέο Σύνταγμα της Ουγγαρίας, που εγκρίθηκε το 2011 και ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2012. Ο κύριος στόχος της κυβέρνησης ήταν να ξεκινήσει εκ νέου η οικονομική ανάπτυξη. Εισήγαγε ένα σύστημα σταθερού φόρου για τον φόρο εισοδήματος, 16% για όλους. [75]

    Ο Όρμπαν απέρριψε την ιδέα του κράτους πρόνοιας, δηλώνοντας ότι η ουγγρική οικονομία πρέπει να είναι μια οικονομία βασιζόμενη στην εργασία. [76] Μέχρι το 2014 σημειώθηκαν σημαντικές βελτιώσεις στη μείωση της ανεργίας (από 11,4% το 2010 [77] σε 7,1% το 2014 [78]) και τη δημιουργία οικονομικής ανάπτυξης (φτάνοντας το 3,5% το 2014, κορυφαία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ [79]). Ωστόσο η ανάπτυξη ήταν πολύ άνιση: ο πλούτος του κορυφαίου 20% της κοινωνίας αυξήθηκε σημαντικά, ενώ το ποσοστό των ατόμων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας αυξήθηκε από 33% το 2010 σε 40% το 2014. Η κυβέρνηση έκανε συγκεντρωτικό το εκπαιδευτικό σύστημα και ξεκίνησε ένα πολυετές πρόγραμμα για την αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών και των επαγγελματιών υγείας.

    Στις βουλευτικές εκλογές της άνοιξης του 2014 το Fidesz κέρδισε και πάλι πλειοψηφία δύο τρίτων, αλλά μόνο ενός βουλευτή. Τον Φεβρουάριο του 2015 πραγματοποιήθηκε μια εκλογή στην πόλη Βέσπρεμ, όπου εκλέχθηκε ο βουλευτής που κατέβασε η αντιπολίτευση, οπότε το Fidesz έχασε την πλειοψηφία δύο τρίτων. [80]

    Υπό την τρίτη κυβέρνηση Όρμπαν η Ευρωπαϊκή μεταναστευτική κρίση του 2015 επηρέασε την Ουγγαρία ως μία από τις χώρες με νότια εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κυβέρνηση δημιούργησε ένα συνοριακό φράγμα κατά μήκος των συνόρων της Ουγγαρίας με τη Σερβία και την Κροατία το καλοκαίρι του 2015. Οι προσπάθειες των μεταναστών να διασχίσουν το φράγμα χρησιμοποιώντας βία αντιμετωπίσθηκε από την αστυνομία τον Σεπτέμβριο του 2015 [81][82] και το φράγμα ενισχύθηκε το 2016. [83][84] Το Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ ενέκρινε σχέδιο ποσοστώσεων των μεταναστών. [85] Μετά την απόφαση η Ουγγαρία και η Σλοβακία προσέφυγαν κατά των υποχρεωτικών ποσοστώσεων μεταναστών της ΕΕ στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου.[86] Η Ουγγρική κυβέρνηση διενήργησε επίσης δημοψήφισμα για το θέμα τον Οκτώβριο του 2016. Ενώ η συντριπτική πλειοψηφία (98%) των ψηφοφόρων απέρριψε τις ποσοστώσεις μεταναστών της ΕΕ, η προσέλευση των ψηφοφόρων 44% ήταν μικρότερη του 50%, που απαιτείτο το για να θεωρείται έγκυρο το δημοψήφισμα. [87]

    Στις εκλογές του 2018 το Fidesz – KDNP κέρδισε και πάλι πλειοψηφία δύο τρίτων, χωρίς καμία αλλαγή στον αριθμό των εδρών.[88] Η τέταρτη κυβέρνηση Όρμπαν σχηματίστηκε στις 18 Μαΐου 2018. [89]

    Τον Οκτώβριο του 2019 η αντιπολίτευση κέρδισε τις δημοτικές εκλογές στην πρωτεύουσα Βουδαπέστη, το πρώτο μεγάλο εκλογικό πλήγμα από το 2006 που υπέστη ο πρωθυπουργός Όρμπαν και ο κυβερνών συνασπισμός Fidesz-KDNP.[90][91]

    Τον Απρίλιο του 2022 διενεργήθηκαν ξανά βουλευτικές εκλογές. Σε αυτές τις εκλογές όλα τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης σχημάτισαν μία συμμαχία υπό το όνομα «Ενωμένοι για την Ουγγαρία», με σκοπό να αμφισβητήσουν ήταν την ολοκληρωτική κυριαρχία του Όρμπαν και του Fidesz, ή ακόμα και να κερδίσουν τις εκλογές. Για αυτόν τον λόγο τον Οκτώβριο του 2021 διενεργήθηκαν προκριματικές εκλογές μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης, από τις οποίες αναδείχθηκε ο ανεξάρτητος Πέτερ Μάρκι-Ζάι ως ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης για την πρωθυπουργία. Ενώ όμως οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν μία μάχη «στήθος με στήθος» μεταξύ του Όρμπαν και του Μάρκι-Ζάι, τα αποτελέσματα έδωσαν στον πρώτο μία εντυπωσιακή νίκη: κέρδισε το 53% των ψήφων και -για τέταρτη φορα- πλειοψηφία δύο τρίτων στη βουλή. Στη δε αντιπολίτευση τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά, αφού συγκέντρωσαν μόνο το 35% -πολύ χαμηλότερα των προσδοκιών τους- και δεν κατάφεραν ούτε καν να αποτρέψουν από το Fidesz από το να κατέχει τα 2/3 των εδρών.[92]

    «The Library ~ World Historia». allempires.info. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2021.  Hungary, Encyclopædia Britannica. ↑ 3,0 3,1 hungarian-history.hu https://web.archive.org/web/20080322061337/http://www.hungarian-history.hu/lib/hunspir/hsp05.htm. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2008.  Missing or empty |title= (βοήθεια) «História 2001/03. – GYÖRFFY GYÖRGY: Honfoglalás a Kárpát-medencében». historia.hu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2010.  «The Maygars of Hungary». geocities.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Οκτωβρίου 2009.  Asia Travel Europe. «Hungaria Travel Information | Asia Travel Europe». Asiatravel.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2008.  Irredentist and National Questions in Central Europe, 1913–1939: Hungary, 2v, Volume 5, Part 2 of Seeds of Conflict, Kraus Reprint, 1973, Original from the University of Wisconsin – Madison. p. 29. Miklós Molnár (2001). A Concise History of HungaryΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή . Cambridge University Press. σελ. 46. ISBN 978-0-521-66736-4.  «Full text of "The destiny of the United States"». archive.org.  «Kulugyminiszterium.hu» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 8 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2021.  Pál Engel, Realm of St. Stephen: A History of Medieval Hungary, I.B.Tauris, 2005, p. 102 The Mongol invasion: the last Arpad kings, Encyclopædia Britannica "A history of Hungary". Peter F. Sugar, Péter Hanák, Tibor Frank (1994). Indiana University Press. p.27. (ISBN 0-253-20867-X) John Chambers, The Devil's Horsemen: The Mongol Invasion of Europe, Atheneum, 1979. Autonomies in Europe and Hungary. By Józsa Hévizi. Mongol Invasions: Battle of Liegnitz, HistoryNet "At the gate of Christendom: Jews, Muslims, and "pagans" in medieval Hungary ". Nóra Berend (2001). p.72. (ISBN 0-521-65185-9) cs. «National and historical symbols of Hungary». Nemzetijelkepek.hu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2009.  «Hungary – History». Nationsencyclopedia.com. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2008.  «C. A. Macartney: Hungary – A Short History». Mek.oszk.hu. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2008.  «The Influences of the Florentine Renaissance in Hungary». Fondazione-delbianco.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2009.  «Hungary». Lenti.eu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Αυγούστου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2009.  «Hungary – Britannica Online Encyclopedia». Britannica.com. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2008.  «Hungary – RENAISSANCE AND REFORMATION». countrystudies.us.  Corvisier, André· John Childs· Chris Turner (1994). A Dictionary of Military History and the Art of War: and the art of warΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή  (2 έκδοση). Blackwell Publishing. ISBN 0-631-16848-6.  Nicolae Iorga, Istoria lui Stefan cel Mare, Semne, 2004, p.200-240, 973-566-098-9 «Hungary – The Bibliotheca Corviniana Collection: UNESCO-CI». Portal.unesco.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2008.  «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2021.  Laszlo Kontler, "A History of Hungary" p. 145 Inalcik Halil: "The Ottoman Empire" «Transylvania». Encyclopædia Britannica. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/603323/Transylvania.  Csepeli, Gyorgy (1996). «The changing facets of Hungarian nationalism – Nationalism Reexamined». Social Research. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-14. https://web.archive.org/web/20110514143926/http://findarticles.com/p/articles/mi_m2267/is_n1_v63/ai_18501094/. Ανακτήθηκε στις 2021-03-16.  Gábor Almási, "Latin and the Language Question in Hungary (1700–1844)" Achtzehnte Jahrhundert und Österreich (2013), Vol. 28, pp 211–319. Richard Cavendish, "Declaration of Hungary's Independence: April 14th, 1849." History Today 49#4 (1999) pp: 50+ Gábor Gángó, "1848–1849 in Hungary," Hungarian Studies (2001) 15#1 pp 39–47. online See Géza Jeszenszky: From "Eastern Switzerland" to Ethnic Cleansing, Address at Duquesne History Forum, 17 November 2000, The author was Foreign Minister in 1990–1994.   Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Austria-Hungary» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 3 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 2  Pieter Van Duin (2009). Central European Crossroads: Social Democracy and National Revolution in Bratislava (Pressburg), 1867–1921. Berghahn Books. σελίδες 125–27. ISBN 9781845459185.  Andrew C. Janos (2011). The Politics of Backwardness in Hungary, 1825–1945. Princeton University Press. σελ. 134. ISBN 978-1400843022.  László Péter, "The Aristocracy, the Gentry and their Parliamentary Tradition in Nineteenth-Century Hungary". Slavonic and East European Review (1992) 70#1 pp 77–110. John Deak, "The Great War and the Forgotten Realm: The Habsburg Monarchy and the First World War," Journal of Modern History (2014) 86#2 pp 336–380. István Deák, “Hungary” in Hans Rogger and Egon Weber,eds., The European right: A historical profile (1963) p 364-407 quoting p. 364. Karl Polanyi, "Count Michael Károlyi." Slavonic and East European Review (1946): 92-97. online Laszlo Kurti, The Remote Borderland: Transylvania in the Hungarian Imagination (SUNY Press, 2014). «FIND RED LEADERS' LOOT.; Bela Kun and Szamuely Hid Valuables They Had Stolen». The New York Times. 13 August 1919. https://query.nytimes.com/gst/abstract.html?res=9A05E4D91338EE32A25750C1A96E9C946896D6CF. Ανακτήθηκε στις 4 May 2010.  Robert Gerwarth, "The central European counter-revolution: Paramilitary violence in Germany, Austria and Hungary after the great war." Past & Present 200.1 (2008): 175-209. online «Magyar Tudomány 2000. január». Epa.niif.hu. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2008.  Ignác Romsics: Magyarország története a XX. században, 2004, p. 134 Miklós Molnár (2001). A Concise History of HungaryΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή . Cambridge University Press. σελ. 262. ISBN 978-0-521-66736-4.  Richard C. Frucht, Eastern Europe: An Introduction to the People, Lands, and Culture p. 359–360 online Felix Wittmer, Flood-light on Europe: a guide to the next war (C. Scribner's sons, 1937) p. 114. History of the Hungarian Nation By Domokos G. Kosáry, Steven Béla Várdy, Danubian Research Center Published by Danubian Press, 1969 p. 222 Spencer Tucker· Laura Matysek Wood· Justin D. Murphy (1996). The European Powers in the First World War: An Encyclopedia. Taylor & Francis. σελ. 697. ISBN 0-8153-0399-8.  Anna Menyhért, "The Image of the “Maimed Hungary” in 20th Century Cultural Memory and the 21st Century Consequences of an Unresolved Collective Trauma: The Impact of the Treaty of Trianon." Environment, Space, Place 8.2 (2016): 69-97. online[νεκρός σύνδεσμος] Asher Cohen, "Some Socio-Political Aspects of the Arrow Cross Party in Hungary." East European Quarterly 21.3 (1987): 369+. Moshe Y. Herczl, Christianity and the Holocaust of Hungarian Jewry (1993) pp 79–170. online Hungary: The Unwilling Satellite Αρχειοθετήθηκε 16 February 2007 στο Wayback Machine. John F. Montgomery, Hungary: The Unwilling Satellite. Devin-Adair Company, New York, 1947. Reprint: Simon Publications, 2002. Zara Steiner, The triumph of the dark: European international history 1933-1939 (2011). pp 954–956. «Hungary: A Country Study». Stephen R. Burant. U.S. Library of Congress. 1989. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2009.  John F Montgomery (2001). Hungary: The Unwilling Satellite 12: Hungarian Attempts at Making Separate Peace. Simon Publications. σελ. 300. ISBN 1-931313-57-1. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2009.  Martin Gilbert, The Routledge Atlas of the Holocaust, Routledge, New York, 2002. (ISBN 0-415-28145-8), p. 249 Randolph L. Braham, Scott Miller: The Nazis' Last Victims, Indiana University Press, 2002. (ISBN 0-253-21529-3), p. 423 Tamás Stark. Hungary's Human Losses in World War II. Uppsala Univ. 1995 (ISBN 91-86624-21-0) Donald Kendrick, The Destiny of Europe's Gypsies. Basic Books 1972 (ISBN 0-465-01611-1) Census of 1941 vs survivors in 1945.Martin Gilbert. Atlas of the Holocaust 1988 (ISBN 0-688-12364-3) Peter Pastor, "Hungarian and Soviet Efforts to Possess Ruthenia" Historian (2019) 81#3 pp 398–425. ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ - sulinet.hu Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες: καλή πατρίδα ... Ελληνικές κοινότητες πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη - Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία[νεκρός σύνδεσμος] «Επίσημη ιστοσελίδα της Ελληνικής Μειονοτικής Αυτοδιοίκησης Μπελογιάννη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2018.  Ioanna Zikakou (20 Μαΐου 2015). «Greek MPs Visit Beloiannisz Village in Hungary». GreekReporter.com. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2015.  «Ουγγαρία: Επίσκεψη Ελλήνων βουλευτών στο χωριό «Μπελογιάννης»». Νewsbomb. 19 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2015.  József Szekeres: Saving the Ghettos of Budapest in January 1945, Pál Szalai "the Hungarian Schindler" (ISBN 963-7323-14-7), Budapest 1997, Publisher: Budapest Archives, Page 74 Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2004, σελ.153 Bakke, Elisabeth (2010), Central and East European party systems since 1989, Cambridge University Press, σελ. 79, ISBN 9781139487504, https://books.google.com/books?id=oFXdiS25N78C&q=fidesz+national+conservative&pg=PA79, ανακτήθηκε στις 17 November 2011 . [1] Αρχειοθετήθηκε 10 October 2007 στο Wayback Machine. «Viktor Orbán's Speech at Parliament on 8 June 2010».  «Orbán: Work-based economy is needed instead of a subsidy based one». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2021.  «Central Statistical Office (KSH): Unemployment reaches record height».  «State Television News: Unemployment decreased to 7,1%».  «Mihály Varga (Minister for Economy): The small- and medium-sized businesses are the primary beneficiaries of the economic growth».  «Zoltán Kész won over Fidesz in Veszprém».  Lyman, Rick (16 September 2015). «Migrants Clash With Police in Hungary, as Others Enter Croatia». New York Times. https://www.nytimes.com/2015/09/17/world/europe/europe-refugee-migrant-crisis.html. Ανακτήθηκε στις 17 September 2015.  Radovanovic, Radul (17 September 2015). «Chaotic border scrums as Croatia becomes migrant hotspot». Seattle Times. AP. http://www.seattletimes.com/nation-world/croatia-now-latest-migrant-hotspot-after-hungarian-clashes/. Ανακτήθηκε στις 17 September 2015.  «Reinforcement of temporary border barrier starts on the Hungarian–Serbian border». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2017.  Hungary's PM plans 'more massive' fence to keep out migrants. theguardian.com. 26 August 2016. «Migrant crisis: EU ministers approve disputed quota plan». BBC News. 22 September 2015. https://www.bbc.com/news/world-europe-34329825.  "EU braces for turbulent summit after divisive deal on refugee quotas". The Guardian. 23 September 2015. «The Fundamental Law of Hungary» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2013.  Article 8(4): "A national referendum shall be valid if more than half of all electors have cast a valid vote, and shall be conclusive if more than half of all voters casting a valid vote have given the same answer to a question." https://www.bbc.com/news/world-europe-43693663 https://www.euractiv.com/section/future-eu/news/orban-sworn-in-as-pm-for-third-time-eyes-20-more-years-in-power/ https://www.bbc.com/news/world-europe-50039847 Róbert, László (30 Οκτωβρίου 2019). «Megtört a Fidesz legyőzhetetlenségének mítosza» (PDF). politicalcapital.hu. Poltical Capital & Friedrich-Ebert-Stiftung.  «Ουγγαρία: Εκλογικός θρίαμβος του Όρμπαν - Συνετρίβη η αντιπολίτευση». euronews. 3 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2022. 
    Read less

Phrasebook

Χαίρετε
Szia
Κόσμος
Világ
Γειά σου Κόσμε
Helló Világ
Ευχαριστώ
Köszönöm
Αντιο σας
Viszontlátásra
Ναί
Igen
Οχι
Nem
Πώς είσαι;
Hogy vagy?
Καλά ευχαριστώ
Köszönöm, jól
Πόσο κοστίζει?
Mennyibe kerül?
Μηδέν
Nulla
Ενας
Egy

Where can you sleep near Ουγγαρία ?

Booking.com
487.376 visits in total, 9.187 Points of interest, 404 Destinations, 2 visits today.