Context of Μπουτάν

Το Βασίλειο του Μπουτάν είναι μια χώρα με έκταση 38.394 τ. χλμ. και πληθυσμό 763.249 (κατατάσσεται 166η στον κόσμο), σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022, που βασίζονται στην απογραφή του 2005. Πρωτεύουσα του Μπουτάν είναι η Τιμπού, ενώ το Φουντσχολίνγκ είναι το οικονομικό κέντρο. Γεωπολιτικά, το Μπουτάν βρίσκεται στη Νότια Ασία και είναι το δεύτερο μικρότερο σε πληθυσμό κράτος της περιοχής, έχοντας περισσότερο πληθυσμό μόνο από τις Μαλδίβες.

Η ανεξαρτησία του Μπουτάν έχει αντέξει για αιώνες, ενώ η χώρα δεν έχει αποικιστεί ποτέ στην ιστορία της. Καθώς βρίσκεται στον αρχαίο Δρόμο του Μεταξιού ανάμεσα στο Θιβέτ, την ινδική υποήπειρο και τη Νοτιοανατολική Ασία, το μπουτανικό κράτος έχει αναπτύξει μια διαφορετική εθνική ταυτότητα βασισμένη στον Βουδισμό. Με ηγέτη έναν πνευματικό αρχηγό, γνωστό ως Ζαμπντρούνγκ Ρινπότσε, η περιοχή αποτελείτο από πολλά φέουδα και διοικείτο από μία βουδιστική θεοκρατία. Μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο τον 19ο αιώνα, ο Οίκ...Διαβάστε περισσότερα

Το Βασίλειο του Μπουτάν είναι μια χώρα με έκταση 38.394 τ. χλμ. και πληθυσμό 763.249 (κατατάσσεται 166η στον κόσμο), σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022, που βασίζονται στην απογραφή του 2005. Πρωτεύουσα του Μπουτάν είναι η Τιμπού, ενώ το Φουντσχολίνγκ είναι το οικονομικό κέντρο. Γεωπολιτικά, το Μπουτάν βρίσκεται στη Νότια Ασία και είναι το δεύτερο μικρότερο σε πληθυσμό κράτος της περιοχής, έχοντας περισσότερο πληθυσμό μόνο από τις Μαλδίβες.

Η ανεξαρτησία του Μπουτάν έχει αντέξει για αιώνες, ενώ η χώρα δεν έχει αποικιστεί ποτέ στην ιστορία της. Καθώς βρίσκεται στον αρχαίο Δρόμο του Μεταξιού ανάμεσα στο Θιβέτ, την ινδική υποήπειρο και τη Νοτιοανατολική Ασία, το μπουτανικό κράτος έχει αναπτύξει μια διαφορετική εθνική ταυτότητα βασισμένη στον Βουδισμό. Με ηγέτη έναν πνευματικό αρχηγό, γνωστό ως Ζαμπντρούνγκ Ρινπότσε, η περιοχή αποτελείτο από πολλά φέουδα και διοικείτο από μία βουδιστική θεοκρατία. Μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο τον 19ο αιώνα, ο Οίκος των Βανγκτσούκ επανένωσε τη χώρα και εγκαθίδρυσε σχέσεις με τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Το Μπουτάν ανέπτυξε στρατηγική συνεργασία με την Ινδία κατά τη διάρκεια της ανόδου του κινέζικου κομμουνισμού, και έχει ένα αμφισβητούμενο σύνορο με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Το 2008, πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από την απόλυτη μοναρχία στη συνταγματική μοναρχία. Το Μπουτάν είναι δικομματικό κράτος, ενώ το σύστημα αυτό είναι γνωστό ως Μπουτανική Δημοκρατία.

Ο Βασιλέας του Μπουτάν είναι γνωστός ως "Δράκοντας Βασιλιάς". Το Μπουτάν είναι αξιοσημείωτο για την πρωτοπορία της έννοια της ακαθάριστης εγχώριας χαράς. Το τοπίο της χώρας ποικίλλει, καθώς η χώρα αποτελείται από υποτροπικές πεδιάδες στα νότια και από υποαλπικές οροσειρές των Ιμαλαΐων στα βόρεια. Το όρος Γκανγκχάρ Πουενσούμ, ένα από τα ψηλότερα βουνά της χώρας, θέτει ισχυρή υποψηφιότητα για το ψηλότερο βουνό παγκοσμίως που δεν έχει αναρριχηθεί ποτέ. Υπάρχει ποικίλη άγρια ζωή στο Μπουτάν.

Στη Νότια Ασία, το Μπουτάν είναι πρώτο στην οικονομική ελευθερία, στην ευκολία της δημιουργίας επιχειρήσεων και στην ειρήνη. Έχει το δεύτερο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα, και είναι η χώρα με τη μικρότερη διαφθορά το 2016. Ωστόσο, το Μπουτάν συνεχίζει να είναι μία ελάχιστα ανεπτυγμένη χώρα. Ο υδροηλεκτρισμός αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της χώρας. Η κυβέρνηση είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το Μπουτάν έχει διπλωματικούς δεσμούς με 52 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο δεν έχει επίσημους δεσμούς με κανένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών, της SAARC, της BIMSTEC και του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Ο Βασιλικός Στρατός του Μπουτάν έχει εκτεταμένες στρατιωτικές σχέσεις με τις Ινδικές Ένοπλες Δυνάμεις.

More about Μπουτάν

Basic information
  • Currency Νγκούλτρουμ
  • Calling code +975
  • Internet domain .bt
  • Mains voltage 230V/50Hz
  • Democracy index 5.71
Population, Area & Driving side
  • Population 807610
  • Area 38394
  • Driving side left
Ιστορικό
  •  
    Το Μπουτάν, σκιασμένο με πράσινο χρώμα στο κέντρο των Ιμαλαΐων, εμφανίζεται σε χάρτη της Δυτικής Ασίας ο οποίος εκδόθηκε το 1912.

    Πέτρινα εργαλεία, όπλα, ελέφαντες και υπολείμματα μεγάλων πέτρινων κατασκευών μαρτυρούν ότι τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο Μπουτάν ανάγονται στο 2000 π.Χ., αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις από εκείνη την εποχή. Οι ιστορικοί έχουν υποθέσει ότι το κράτος του Λομόν (που σημαίνει «νότιο σκοτάδι») ή Μονγιούλ (που σημαίνει «Σκοτεινή Γη». Σημειώνεται ότι ο όρος Μονγιούλ αναφέρεται στους Μόνπα, μια εθνική ομάδα στο Μπουτάν και το Αρουνάτσαλ Πραντές της Ινδίας) πιθανώς να υπήρχε μεταξύ του 500 π.Χ. και του 600 μ.Χ. Στα αρχαία χρονικά των Μπουτανέζων και Θιβετιανών μαρτυρώνται οι ονομασίες Λομόν Τσεντεντζόνγκ (Χώρα του σανδαλόξυλου) και Λομόν Χασί, ή Νότιο Μον (χώρα τεσσάρων προσεγγίσεων).[1][2]

    ...Διαβάστε περισσότερα
     
    Το Μπουτάν, σκιασμένο με πράσινο χρώμα στο κέντρο των Ιμαλαΐων, εμφανίζεται σε χάρτη της Δυτικής Ασίας ο οποίος εκδόθηκε το 1912.

    Πέτρινα εργαλεία, όπλα, ελέφαντες και υπολείμματα μεγάλων πέτρινων κατασκευών μαρτυρούν ότι τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο Μπουτάν ανάγονται στο 2000 π.Χ., αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις από εκείνη την εποχή. Οι ιστορικοί έχουν υποθέσει ότι το κράτος του Λομόν (που σημαίνει «νότιο σκοτάδι») ή Μονγιούλ (που σημαίνει «Σκοτεινή Γη». Σημειώνεται ότι ο όρος Μονγιούλ αναφέρεται στους Μόνπα, μια εθνική ομάδα στο Μπουτάν και το Αρουνάτσαλ Πραντές της Ινδίας) πιθανώς να υπήρχε μεταξύ του 500 π.Χ. και του 600 μ.Χ. Στα αρχαία χρονικά των Μπουτανέζων και Θιβετιανών μαρτυρώνται οι ονομασίες Λομόν Τσεντεντζόνγκ (Χώρα του σανδαλόξυλου) και Λομόν Χασί, ή Νότιο Μον (χώρα τεσσάρων προσεγγίσεων).[1][2]

     
    Το ντζονγκ στην κοιλάδα του Πάρο χτίστηκε το 1646.

    Ο Βουδισμός εισήλθε για πρώτη φορά στο έδαφος του Μπουτάν τον 7ο αιώνα μ.Χ. Ο Θιβετιανός βασιλιάς Σονγκτσάν Γκάμπο[3], ο οποίος ήταν και ο ίδιος προσηλυτισμένος στον βουδισμό, επεξέτεινε τη Θιβετιανή Αυτοκρατορία στο Σικίμ και το Μπουτάν.[4] Ο Γκάμπο διέταξε την κατασκευή δύο βουδιστικών ναών, του ναού Μπουμθάνγκ στο κεντρικό Μπουτάν και του ναού Κιτσού (κοντά στο Πάρο) στην κοιλάδα Πάρο.[5] Ο Βουδισμός διαδόθηκε σημαντικά[3] το 746[6] κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σίντχου Ράτζα (γνωστού και ως Κούντζομ,[7] Σέντχα Γκιάμπ και Τσαχάρ Γκιάλπο), έναν εξόριστο Ινδό βασιλιά ο οποίος ίδρυσε ένα βασίλειο γύρω από το Μπουμθάνγκ με έδρα το παλάτι Τσαχάρ Γκούθο.[8][9]

     
    Το ντζονγκ του Τρασιγκάνγκ χτίστηκε το 1659.

    Μεγάλο μέρος της παλαιότερης ιστορίας του Μπουτάν είναι άγνωστο επειδή τα περισσότερα αρχεία καταστράφηκαν από την πυρκαγιά του 1827 που κατέστρεψε την αρχαία πρωτεύουσα, την Πουνάχα. Μέχρι τον 10ο αιώνα, η πολιτική ανάπτυξη του Μπουτάν επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη θρησκευτική του ιστορία. Οι Μογγόλοι πολέμαρχοι υποστήριξαν τα παρακλάδια του βουδισμού που αναπτύχθηκαν στην περιοχή.

    Το Μπουτάν μπορεί να έχει επηρεαστεί από τη δυναστεία Γιουάν, με την οποία μοιράζεται διάφορες πολιτιστικές και θρησκευτικές ομοιότητες.

    Μετά την παρακμή της δυναστείας των Γιουάν τον 14ο αιώνα, αυτά τα τοπικά παρακλάδια του Βουδισμού βρέθηκαν σε έναν ανταγωνισμό μεταξύ τους για την υπεροχή στα πολιτικά και θρησκευτικά πράγματα της περιοχής, οδηγώντας τελικά στην επικράτηση της δυναστείας των Ντρούκπα μέχρι τον 16ο αιώνα.[10][11]

     
    Σκίτσο από το εσωτερικό του Μπουτάν το 1783.

    Τοπικά, το Μπουτάν είναι γνωστό με διάφορες ονομασίες. Η παλαιότερη δυτική καταγραφή του Μπουτάν γίνεται στο βιβλίο Relação του 1627 των Πορτογάλων Ιησουιτών Εστεβάου Κασέλια και Ζοάου Καμπράλ,[12] καταγράφει την περιοχή του Μπουτάν με διάφορα ονόματα, μεταξύ άλλων τα Καμπιράζι (μεταξύ των Κουτσμπιχάρι[13]), Ποτέντε και Μον (μια ονομασία για το νότιο Θιβέτ).[14] Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, το Μπουτάν ήταν μια περιοχή αποτελούμενη από μικρά, αντιμαχόμενα φέουδα, όταν η περιοχή ενοποιήθηκε από τον Θιβετιανό λάμα και στρατιωτικό ηγέτη Νγκαουάνγκ Ναμγκιάλ, ο οποίος είχε δραπετεύσει εκεί από το Θιβέτ για να αποφύγει τις θρησκευτικές διώξεις. Για να υπερασπιστεί τη χώρα ενάντια στις διαλείπουσες επιδρομές του Θιβέτ, ο Ναμγκιάλ έχτισε ένα δίκτυο από απόρθητα ντζονγκ (φρούρια) και εξέδωσε τον Τσαγίγκ, ένα νομικό κώδικα που επέτρεψε την υποταγή των τοπικών ηγετών στο κεντρικό έλεγχο. Πολλά τέτοια ντζονγκ εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα. Είναι θρησκευτικά και διοικητικά κέντρα. Οι Πορτογάλοι Ιησουίτες Εστεβάου Κασέλια και Ζοάου Καμπράλ ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που αποδεδειγμένα επισκέφθηκαν το Μπουτάν το 1627,[15] στο δρόμο τους προς το Θιβέτ. Συνάντησαν τον Ζαμπντρούνγκ Νγκαουάνγκ Ναμγκιάλ, του προσέφεραν πυροβόλα όπλα, μπαρούτι, τηλεσκόπιο και τις υπηρεσίες τους στον πόλεμο του κατά του Θιβέτ, αλλά ο Ζαμπντρούνγκ αρνήθηκε την προσφορά. Μετά από παραμονή σχεδόν οκτώ μηνών, ο Κασέλια έγραψε μια μεγάλη επιστολή από το Μοναστήρι Τσαγκρί αναφέροντας τα ταξίδια του. Αυτή είναι μια σπάνια σωζόμενη αναφορά που δίνει γνώσεις για τον Ζαμπντρούνγκ.[16][17]

    Όταν ο Νγκαουάνγκ Ναμγκιάλ πέθανε το 1651, ο θάνατός του κρατήθηκε μυστικός για 54 χρόνια. Μετά από μια περίοδο εδραίωσης και σταθεροποίησης, το Μπουτάν υπέκυψε σε εσωτερική σύγκρουση. Το 1711 το Μπουτάν ενεπλάκη σε πόλεμο εναντίον του ραγιά του βασιλείου Κουτσμπιχάρ στο νότο. Κατά τη διάρκεια του χάους που ακολούθησε της σύγκρουσης, οι Θιβετιανοί επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στο Μπουτάν το 1714.[18]

     
    Πίνακας του Μπουτάν ο οποίος δημιουργήθηκε το 1813.

    Τον 18ο αιώνα, οι Μπουτανέζοι εισέβαλαν και κατέλαβαν το βασίλειο του Κουτσμπιχάρ. Το 1772, ο μαχαραγιάς του Κουτσμπιχάρ απεύθυνε έκκληση στη Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, ζητώντας βοήθεια κατά των Μπουτανέζων. Οι Βρετανοί ανταποκρίθηκαν και απώθησαν τους Μπουτανέζους από το Κουτσμπιχάρ, για να εισβάλουν στο ίδιο το Μπουτάν το 1774. Οι Βρετανοί και οι Μπουτανέζοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης στην οποία το Μπουτάν συμφώνησε να υποχωρήσει στα προ του 1730 σύνορά του. Ωστόσο, η ειρήνη ήταν αδύναμη και οι αψιμαχίες στα σύνορα με τους Βρετανούς επρόκειτο να συνεχιστούν για τα επόμενα εκατό χρόνια. Οι αψιμαχίες οδήγησαν τελικά στον Πόλεμο των Ντουάρ (1864–65), μια αντιπαράθεση για τον έλεγχο των Ντουάρ της Βεγγάλης. Το Μπουτάν έχασε το πόλεμο. Ο πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης της Σιντσούλα μεταξύ της Βρετανικής Ινδίας και του Μπουτάν. Ως μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων, τα Ντουάρ παραχωρήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο με αντάλλαγμα την καταβολή ενός ετήσιου ενοικίου αξίας πενήντα χιλιάδων ρουπιών στο Μπουτάν. Η συνθήκη τερμάτισε όλες τις εχθροπραξίες μεταξύ της Βρετανικής Ινδίας και του Μπουτάν.

     
    Βρετανοί απεσταλμένοι στη βασιλική αυλή του Μπουτάν, σε φωτογραφία του 1905.

    Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870, οι αγώνες για την εξουσία μεταξύ των αντίπαλων κοιλάδων του Πάρο και της Τόνγκσας οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος οδήγησε στην επικράτηση του Ούγκιεν Ουάνγκτσουκ, του πένλοπ (κυβερνήτη) της Τόνγκσα. Ο Ουάνγκτσουκ νίκησε τους πολιτικούς του εχθρούς και ένωσε τη χώρα μετά από αρκετούς εμφύλιους πολέμους και εξεγέρσεις κατά τη διάρκεια του 1882–85.[19]

    Το 1907, ένα σημαντικό έτος για την ιστορία της χώρας, ο Ούγκιεν Ουάνγκτσουκ επελέγη ομόφωνα ως ο κληρονομικός βασιλιάς της χώρας από το Λένγκιε Τσογκ, μια συνέλευση κορυφαίων βουδιστών μοναχών, κυβερνητικών αξιωματούχων και αρχηγών σημαντικών οικογενειών. Ο Ούγκιεν Ντορτζί πίεσε αποφασιστικά για τη διεξαγωγή της συνέλευσης. Ο Τζον Κλοντ Γουάιτ, Βρετανός πολιτικός πράκτορας στο Μπουτάν, τράβηξε φωτογραφίες της τελετής.[20] Η βρετανική κυβέρνηση αναγνώρισε αμέσως το νέο καθεστώς και το 1910 το Μπουτάν υπέγραψε τη Συνθήκη της Πουνάχα με τη Βρετανία. Έτσι η υπογραφή της συνθήκης έδωσε στη Βρετανία τον έλεγχο των εξωτερικών υποθέσεων του Μπουτάν και το Μπουτάν πλέον θα αντιμετωπιζόταν σαν κάθε πριγκιπικό κράτος, ένα από τα εκατοντάδες που υπήρχαν στην Ινδία. Η αλλαγή του καθεστώτος του Μπουτάν είχε μικρή πραγματική επίδραση, δεδομένης της ιστορικής επιφυλακτικότητας του Μπουτάν απέναντι σε νέα πράγματα, ενώ η αλλαγή αυτή επίσης δεν φάνηκε να επηρεάζει τις παραδοσιακές σχέσεις του Μπουτάν με το Θιβέτ. Μετά την ανεξαρτησία της νέας Ένωσης της Ινδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 15 Αυγούστου 1947, το Μπουτάν έγινε μία από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ινδίας. Στις 8 Αυγούστου 1949, το Μπουτάν υπέγραψε μια παρόμοια συνθήκη με την οποία η Ινδία αναλάμβανε παρόμοιο ρόλο για το Μπουτάν μαζί με τη Βρετανία.[21]

    Το 1953, ο βασιλιάς Τζίγκμε Ντόρτζι Ουάνγκτσουκ ίδρυσε το νομοθετικό σώμα της χώρας - μια Εθνοσυνέλευση 130 μελών - με στόχο να προωθήσει μια πιο δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης. Το 1965 δημιούργησε το Βασιλικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο και το 1968 σχημάτισε Υπουργικό Συμβούλιο. Το 1971, το Μπουτάν έγινε δεκτό στα Ηνωμένα Έθνη, έχοντας το καθεστώς του παρατηρητή για τρία χρόνια. Τον Ιούλιο του 1972, ο Τζίγκμε Σίνγκιε Ουάνγκτσουκ ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία δεκαέξι ετών μετά το θάνατο του πατέρα του, Ντόρτζι Ουάνγκτσουκ. Ο Τζίγκμε Σίνγκιε Ουάνγκτσουκ είναι 66 ετών και βασίλευσε έως το 2006, όταν και παραιτήθηκε υπέρ του γιου του.

     
    Οι ηγέτες του Αφγανιστάν, του Μπουτάν, του Μπανγκλαντές, της Ινδίας, του Πακιστάν, της Σρι Λάνκα, των Μαλδίβων και του Νεπάλ στη 16η Σύνοδο Κορυφής της Νοτιοασιατικής Ένωσης για την Περιφερειακή Συνεργασία, στο Τιμπού, 2010

    Το έκτο Πενταετές Σχέδιο του Μπουτάν (1987–92) περιελάμβανε την ένταξη μιας πολιτικής «ένα έθνος, ένας λαός» και εισήγαγε έναν κώδικα παραδοσιακής μπουτανέζικης ενδυμασίας και εθιμοτυπίας, με τίτλο Ντρίγκλαμ Ναμζάγκ. Το κράτος υποχρέωσε τους άνδρες να φορούν το γκο (ρόμπα μέχρι το γόνατο) και οι γυναίκες να φορούν το κίρα (φόρεμα μέχρι τον αστράγαλο).[22] Ένα κεντρικό στοιχείο της πολιτικής της κυβέρνησης του Μπουτάν από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και έπειτα ήταν ο εκσυγχρονισμός της χρήσης της γλώσσας Τζόνγκα, με στόχο να μπορεί να περιγράφει χωρίς βοήθεια από άλλες γλώσσες τις διάφορες σύγχρονες έννοιες. Το 1964 το κράτος άρχισε να εγκαταλείπει τη χρήση της γλώσσας Χίντι. Η Χίντι χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Μπουτάν για να βοηθήσει στην έναρξη του επίσημου κοσμικού εκπαιδευτικού συστήματος στη χώρα.[23] Ως αποτέλεσμα, στην αρχή της σχολικής χρονιάς, τον Μάρτιο του 1990, η διδασκαλία της νεπαλέζικης γλώσσας (η οποία ανήκει στις ινδοαρίες γλώσσες, όπως και τα Χίντι, και έτσι έχει αρκετές ομοιότητες) που μιλούσαν οι Νεπαλέζοι Λοτσχάμπα στο νότιο Μπουτάν σταμάτησε εντελώς στο Μπουτάν, ενώ ταυτόχρονα αποσύρθηκαν από τα σχολεία του Μπουτάν όλα τα βιβλία στα νεπαλικά.[22]

    Το 1988, το Μπουτάν διεξήγαγε μια απογραφή στο νότιο Μπουτάν, με στόχο την προστασία της χώρας από την παράνομη μετανάστευση, που για την κυβέρνηση του Μπουτάν ήταν μια συνεχή απειλή στο νότο, καθώς τα σύνορα με την Ινδία είναι διάτρητα.[24] Κάθε οικογένεια έπρεπε να προσκομίσει στους απογραφείς μια φορολογική απόδειξη από τις αρχές, η οποία εκδόθηκε το 1958 (αυστηρά και μόνο του 1958) ή πιστοποιητικό καταγωγής, το οποίο έπρεπε να εκδοθεί στο τόπο γέννησης του απογραφομένου, ώστε να αποδειχθεί ότι ο απογραφόμενος είναι πολίτης του Μπουτάν. Τα δελτία υπηκοότητας, που είχαν εκδοθεί προηγουμένως δεν γίνονταν πλέον δεκτά ως αποδεικτικά ιθαγένειας. Αναστατωμένοι από αυτά τα μέτρα, πολλοί άρχισαν να διαμαρτύρονται ζητώντας ατομικά και πολιτιστικά δικαιώματα, καθώς και μια ολοκληρωτική αλλαγή στο πολιτικό σύστημα που θέσπισε η ενοποίηση του Μπουτάν το 1907. Καθώς οι διαδηλώσεις και η σχετική βία σάρωσαν το νότιο Μπουτάν, η κυβέρνηση πήρε μέτρα. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε διαδηλώσεις ονομάστηκαν «τρομοκράτες που αγωνίζονται κατά του έθνους».[25] Μετά τις διαδηλώσεις, ο στρατός και η αστυνομία του Μπουτάν ξεκίνησε το έργο του εντοπισμού των συμμετεχόντων και υποστηρικτών στις διαδηλώσεις και τις ταραχές που ζητούσαν τη μεταρρύθμιση του συστήματος της χώρας. Αφού εντοπίστηκαν, συνελήφθησαν και κρατήθηκαν για μήνες χωρίς δίκη.[26] Σύντομα η κυβέρνηση του Μπουτάν ανέφερε αυθαίρετα ότι οι απογραφές της είχαν εντοπίσει ότι πάνω από 100.000 «παράνομοι μετανάστες» ζούσαν στο νότιο Μπουτάν, αν και αυτός ο αριθμός έχει αμφισβητηθεί σε πάρα πολλές έρευνες, και συνεχίζεται να αμφισβητείται μέχρι και σήμερα. Οι απογραφικές στο νότιο Μπουτάν, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο για τον εντοπισμό, την έξωση και την εκδίωξη των αντιφρονούντων που συμμετείχαν στην εξέγερση κατά του κράτους. Ο στρατός και άλλες δυνάμεις αναπτύχθηκαν κατά μήκος του νότιου Μπουτάν, με στόχο την απέλαση 80.000 με 100.000 Λοτσχάμπα. Οι δυνάμεις του Μπουτάν εφάρμοσαν βία, βασανιστήρια, βιασμούς και δολοφονίες, δηλαδή μέτρα τρομοκρατίας, για να πείσουν τους Λοτσχάμπα να φύγουν.[27][28][29] Οι εκδιωγμένοι Λοτσχάμπα κατέφυγαν σε στρατόπεδα στο νότιο Νεπάλ. Από το 2008 και μετά, πολλές δυτικές χώρες, όπως ο Καναδάς, η Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, επέτρεψαν την επανεγκατάσταση των προσφύγων Λοτσχάμπα στις επικράτειές τους.[25]

    Πολιτική μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμός

    Το πολιτικό σύστημα του Μπουτάν μεταρρυθμίστηκε. Από απόλυτη μοναρχία που ήταν, έγινε συνταγματική μοναρχία. Ο βασιλιάς Τζίγκμε Σίνγκιε Βανγκτσούκ μεταβίβασε τις περισσότερες διοικητικές του εξουσίες στο Υπουργικό Συμβούλιο του Μπουτάν και επέτρεψε την καθαίρεση του Βασιλιά εάν τα δύο τρίτα των βουλευτών ψηφίσουν υπέρ.[30]

    Το 1999, η κυβέρνηση νομιμοποίησε την τηλεόραση και τη χρήση του διαδικτύου. Το Μπουτάν ήταν από τις τελευταίες χώρες που εισήγαγαν την τηλεόραση, καθώς η πρώτη τηλεοπτική μετάδοση στη χώρα έγινε στις 2 Ιουνίου 1999. Στην ομιλία του, ο Βασιλιάς είπε ότι η τηλεόραση ήταν ένα κρίσιμο βήμα για τον εκσυγχρονισμό του Μπουτάν καθώς και ένας σημαντικός συντελεστής στην ακαθάριστη εθνική ευτυχία της χώρας[31], αλλά προειδοποίησε ότι η «κακή χρήση» αυτής της νέας τεχνολογίας θα μπορούσε να διαβρώσει τις παραδοσιακές αξίες του Μπουτάν. Πάντως, το 2003, σε άρθρο του Γκάρντιαν, επισημάνθηκε ότι μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή της τηλεόρασης, το έγκλημα και η διαφθορά αυξήθηκαν, οι αντιλήψεις για τον έρωτα αυξήθηκαν και η επιθυμία απόκτησης δυτικών προϊόντων πολλαπλασιάστηκε, σύμφωνα με έρευνα ακαδημαϊκών.[32]

    Το νέο μπουτανέζικο σύνταγμα παρουσιάστηκε στις αρχές του 2005. Τον Δεκέμβριο του 2005, ο Ουάνγκτσουκ ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από τον θρόνο υπέρ του γιου του το 2008. Στις 9 Δεκεμβρίου 2006, ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί αμέσως. Την παραίτηση του βασιλιά ακολούθησαν οι πρώτες εθνικές βουλευτικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 2007 για Εθνικό Συμβούλιο και τον Μάρτιο του 2008 για την Εθνοσυνέλευση.

    Στις 6 Νοεμβρίου 2008, ο 28χρονος Τζίγκμε Χεσάρ Ναμγκιάλ Ουανγκτσούκ στέφθηκε βασιλιάς.[33] Τον Ιούλιο του 2021, κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, το Μπουτάν έγραψε ιστορία, εμβολιάζοντας τους 470.000 από τους 770.000 κατοίκους με το εμβόλιο της AstraZeneca.

    «Bhutan». World Institute for Asian Studies. 21 Αυγούστου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2009.  Πρότυπο:Country study ↑ 3,0 3,1 Padel, Ruth (2006). Tigers in Red Weather: a Quest for the Last Wild Tigers. Bloomsbury Publishing USA. σελίδες 139–40. ISBN 978-0-8027-1544-9. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2015.  Sailen Debnath, Essays on Cultural History of North Bengal, (ISBN 978-81-86860-42-7); & Sailen Debnath, The Dooars in Historical Transition, (ISBN 978-81-86860-44-1) Πρότυπο:Country study Hattaway, Paul (2004). Peoples of the Buddhist World: a Christian Prayer Diary. William Carey Library. σελ. 30. ISBN 978-0-87808-361-9. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2015.  Rennie, Frank· Mason, Robin (2008). Bhutan: Ways of Knowing. IAP. σελίδες 18, 58. ISBN 978-1-59311-734-4. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2015.  Dorji, C. T. (1994). History of Bhutan Based on Buddhism. Sangay Xam, Prominent Publishers. ISBN 978-81-86239-01-8. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2015.  Harding, Sarah (2003). The Life and Revelations of Pema Lingpa. Snow Lion Publications. ISBN 978-1-55939-194-8. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2015.  Πρότυπο:Country study Πρότυπο:Country study «Bengala e o Reino do Dragão – 37». O clarim. 20 Ιουλίου 2018.  Cacella, Estêvão. "History of Bhutan: How Europe heard about Bhutan". Karma Phuntsho (2013). The History of Bhutan. Random House India. σελίδες 224–227. ISBN 9788184003116.  Brown, Lindsay· Armington, Stan (2007). Bhutan. Country Guides (3 έκδοση). Lonely Planet. σελίδες 26, 36. ISBN 978-1-74059-529-2. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2015.  Pomplun, Trent (2009). Jesuit on the Roof of the World: Ippolito Desideri's Mission to Eighteenth-Century Tibet. Oxford University Press. σελ. 49. ISBN 978-0-19-537786-6. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2015.  Πρότυπο:Country study Πρότυπο:Country study Hannavy, John (2013). Encyclopedia of Nineteenth-Century Photography. Routledge. σελ. 1496. ISBN 978-1-135-87327-1. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2015.  «Bhutan». World Institute for Asian Studies. 21 Αυγούστου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2009.  ↑ 22,0 22,1 Hutt, Michael (December 1996). «Ethnic Nationalism, Refugees and Bhutan». Journal of Refugee Studies 9 (4): 397–420. doi:10.1093/jrs/9.4.397. https://academic.oup.com/jrs/article-abstract/9/4/397/1546497?redirectedFrom=fulltext. Ανακτήθηκε στις 20 October 2020.  φαν Ντριμ, Τζορτζ. «Language policy in Bhutan» (PDF). researchgate.net. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουλίου 2022.  Hutt, Michael (1996). «Ethnic Nationalism, Refugees and Bhutan». Journal of Refugee Studies 9 (4): 397–420. doi:10.1093/jrs/9.4.397. https://scihubtw.tw/10.1093/jrs/9.4.397. Ανακτήθηκε στις 2021-04-19.  ↑ 25,0 25,1 (Διδακτορική διατριβή).  Missing or empty |title= (βοήθεια) Hutt, Michael (December 1996). «Ethnic Nationalism, Refugees and Bhutan». Journal of Refugee Studies 9 (4): 397–420. doi:10.1093/jrs/9.4.397. https://academic.oup.com/jrs/article-abstract/9/4/397/1546497?redirectedFrom=fulltext. Ανακτήθηκε στις 20 October 2020.  Hutt, Michael (January 2005). «THE BHUTANESE REFUGEES: BETWEEN VERIFICATION, REPATRIATION AND ROYAL REALPOLITIK». Peace and Democracy in South Asia 1 (1): 44–55. https://www.repository.cam.ac.uk/bitstream/handle/1810/229195/pdsa_01_01_05.pdf?sequence=2. Ανακτήθηκε στις 20 October 2020.  Pulla, Venkat (Ιανουαρίου 2016). «Who Are the Lhotsampa? What Caused Their Flight from Bhutan?». Στο: Pulla, Venkat. The Lhotsampa People of Bhutan (In: Pulla V. (eds) The Lhotsampa People of Bhutan. Palgrave Macmillan, New York. έκδοση). New York: Palgrave Macmillan, New York. σελ. 1. ISBN 978-1-137-55142-9. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2020.  United States Department of State. «BHUTAN 2019 HUMAN RIGHTS REPORT» (PDF). state.gov/. Country Reports on Human Rights Practices for 2019 United States Department of State • Bureau of Democracy, Human Rights and Labor. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2020.  Hoffman, Klus (1 Απριλίου 2006). «Democratization from Above: The Case of Bhutan» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 10 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2010.  Larmer, Brook (March 2008). «Bhutan's Enlightened Experiment». National Geographic. ISSN 0027-9358. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 May 2011. https://web.archive.org/web/20110511073652/http://ngm.nationalgeographic.com/2008/03/bhutan/larmer-text/2. Ανακτήθηκε στις 19 June 2010.  Scott-Clark, Cathy· Levy, Adrian (14 Ιουνίου 2003). «Fast Forward into Trouble». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου 2011.  Kaul, Nitasha (10 November 2008). «Bhutan Crowns a Jewel». UPI Asia. United Press International. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 June 2011. https://web.archive.org/web/20110615005027/http://www.upiasia.com/Politics/2008/11/10/bhutan_crowns_a_jewel/1962. Ανακτήθηκε στις 19 June 2011. 
    Read less

Where can you sleep near Μπουτάν ?

Booking.com
487.376 visits in total, 9.187 Points of interest, 404 Destinations, 2 visits today.