Catedral de Santiago de Compostela
( Καθεδρικός του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα )
Ο Καθεδρικός ναός του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα (γαλικιανά: Catedral de Santiago de Compostela) είναι ο καθεδρικός ναός της αρχιεπισκοπής της πόλης Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, η οποία έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO, στη Γαλικία της Ισπανίας. Ο καθεδρικός θεωρείται ο τόπος ταφής του απόστολου Ιακώβου, ενός από τους 12 απόστολους του Ιησού Χριστού. Ο καθεδρικός είναι ιστορικός τόπος προσκυνήματος στην Διαδρομή του Αγίου Ιακώβου από τις αρχές του Μεσαίωνα. Το κτίριο είναι μια ρωμανική κατασκευή με ύστερες γοτθικές και μπαρόκ προσθήκες. Είναι τόπος πολιτισμικού ενδιαφέροντος από το 1896.
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο απόστολος Ιάκωβος διέδωσε τον Χριστιανισμό στους Κέλτες της Ιβηρικής Χερσονήσου.[1][2] Το 44 μ.Χ., αποκεφαλίστηκε στην Ιερουσαλήμ και τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Γαλικία, Ισπανία.[3] Μετά από τις διώξεις των Ισπανών Χριστιανών από τους Ρωμαίους, ο τάφος του εγκαταλείφθηκε τον 3ο αιώνα. Σύμφωνα με το θρύλο, ο τάφος του ανακαλύφθηκε ξανά από τον ερημίτη Πελάγιο το 814 μ.Χ., αφού προηγουμένως είχε δει περίεργα φώτα στον νυκτερινό ουρανό. Ο επίσκοπος Θεοδόμιρος της Ίριας το αναγνώρισε ως θαύμα και ενημέρωσε τον Αλφόνσο Β΄ των Αστουριών και της Γαλικίας (791-842). Ο βασιλιάς διέταξε την κατασκευή ενός εξωκλησιού στο χώρου. Ο θρύλος αναφέρει ότι ο βασιλιάς ήταν ο πρώτος προσκυνητής στο ιερό. Στη συνέχεια κατασκευάστηκε η πρώτη εκκλησία το 829 και στη συνέχεια το 899 κατασκευάστηκε μια προ-ρωμανική εκκλησία, της οποίας της κατασκευή διέταξε ο βασιλιάς Αλφόνσο Γ΄ του Λεόν,[4] το οποίο οδήγησε στην σταδιακή ανάπτυξη ενός μείζονος τόπου προσκυνήματος.[5]
Το 997, η πρώιμη εκκλησία κάηκε ολοσχερών από τον Αλ-Μανσούρ Ιμπν Αμπί Ααμίρ (938-1002), διοικητή του στρατού του χαλίφη της Κόρδοβας. Ο Ανδαλουσιανός διοικητής συνοδεύτηκε στην επιδρομή του από τους υποτελείς σε αυτόν χριστιανούς άρχοντες, οι οποίοι έλαβαν μέρος των λαφύρων, όταν ο τάφος και τα λείψανα του αγίου Ιακώβου αφέθηκαν ανενόχλητα. Οι πύλες και οι καμπάνες μεταφέρθηκαν από τους χριστιανούς αιχμαλώτους στην Κόρδοβα, και προστέθηκαν στη Μεθκίτα.[6] Όταν η πόλη κατελήφθη από τον Φερδινάνδο Γ΄ της Καστίλης το 1236, οι ίδιες πύλες και καμπάνες μεταφέρθηκαν στο Τολέδο και ενσωματώθηκαν στον καθεδρικό.
Η κατασκευή του σημερινού καθεδρικού ναού ξεκίνησε το 1075, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλφόνσο ΣΤ΄ της Καστίλης (1040-1109) και της ηγεσίας του επισκόπου Ντιέγο Πελάεθ. Το κτίριο κατασκευάστηκε σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο με την πλίθινη μοναστική εκκλησία του Σαιν Σερνάν στην Τουλούζη, πιθανότατα το σπουδαιότερο ρωμανικό κτίριο στη Γαλλία. Ήταν κτισμένο κυρίως από γρανίτη. Η κατασκευή του σταμάτησε αρκετές φορές και, σύμφωνα με το Liber Sancti Iacobi, η τελευταία πέτρα τοποθετήθηκε το 1122. Αλλά μέχρι τότε, η κατασκευή του καθεδρικού ναού δεν είχε τελειώσει. Ο καθεδρικός καθαγιάστηκε τον Απρίλιο του 1211, με την παρουσία του βασιλιά Αλφόνσο Θ΄ του Λεόν[7][8].
Σύμφωνα με τον Codex Calixtinus, οι αρχιτέκτονες ήταν «Μπερνάρντ ο πρεσβύτερος, ένας υπέροχος τεχνίτης», ο βοηθός του Ρομπέρτους Γκαλπερίνους και, πιθανότητα αργότερα, ο «Εστεμπάν, αρχηγός των εργασιών του καθεδρικού». Στο τελευταίο στάδιο, ο Μπερνάρντ ο νεότερος ολοκλήρωσε το κτίριο, ενώ ο Γκαλπερίνους ήταν υπεύθυνος του συντονισμού. Κατασκεύασε επίσης ένα μνημειώδες συντριβάνι μπροστά στη βόρεια πύλη το 1122.
Η εκκλησία έγινε επισκοπική έδρα το 1075 και, εξαιτία της αυξανόμενης σημασίας της ως τόπος προσκυνήματος, σύντομα έγινε έδρα αρχιεπισκοπής από τον πάπα Κάλλιστο Β΄ το 1120.[9][10] Ένα πανεπιστήμιο προστέθηκε το 1495.
Ο Καθεδρικός επεκτάθηκε και εξωραΐστηκε με προσθήκες τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα.
Προσθήκη νέου σχολίου